Ταυτότητες λοιπόν. Τι ακολουθεί το ρήμα είμαι, πώς συστηνόμαστε στον καθρέφτη μας και στους άλλους. Σε ποιες ιδιότητες του βιογραφικού μας δίνουμε προτεραιότητα – ιδιαίτερα όταν αυτές μοιάζει να αντιφάσκουν; Μήπως μπορούμε να διαλέγουμε διαφορετικά χαρτιά από την προσωπική μας τράπουλα κάθε φορά, προχωρώντας με τις αντιφάσεις μας; Ή μήπως αυτή είναι μια ανέντιμη στάση; Μπορούμε να είμαστε αυθεντικ@ αποκρύπτοντας σημαντικές πληροφορίες; Πόση αυτοαποκάλυψη χωράει η θεραπευτική σχέση; Πόση αυτοαποκάλυψη χωρούν οι κοινωνικές μας σχέσεις; Πόση είναι χρήσιμη και για ποιον;
Τέτοια ατελείωτα
ερωτήματα με τριβελίζουν από την ώρα που σκέφτηκα να εργαστώ ως θεραπευτής και
πολύ περισσότερο από τότε που ξεκίνησα να το κάνω. Πώς μπορώ ως κοινωνιολόγος
να υπερβώ τις σπουδές μου και να ασκήσω ατομική συμβουλευτική; Μου επιτρέπεται
ως άνθρωπος με ψυχιατρική εμπειρία να γίνω θεραπευτής; Εφόσον γίνω, δικαιούμαι
να συνεχίσω να έχω ψυχικές κρίσεις; Ως επιζών της ψυχιατρικής, μπορώ να είμαι
ουδέτερος απέναντι στους άμεσα ενδιαφερόμενους που βρίσκουν με τη θέλησή τους
βοήθεια στην ψυχιατρική; Γεφυρώνεται ο ακτιβισμός με την κλινική πράξη; Πώς
αφήνω στην άκρη τη συστημική μου εκπαίδευση και απλά να είμαι παρών ως συνοδός
στην ψυχική κρίση ενός ανθρώπου – όσο απλό μπορεί να είναι κάτι τέτοιο; Τι
δουλειά έχω ως θεραπευτής πλέον σε μια ομάδα αυτοβοήθειας για ανθρώπους με
ψυχιατρική εμπειρία; Δεδομένου ότι ο βιωματικός λόγος είναι η πεμπτουσία των
ομάδων αυτοβοήθειας, θα μου επιτρέψετε κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Κάποτε τα
πράγματα ήταν πιο απλά. Μου φόρεσαν μια ψυχιατρική διάγνωση στην εφηβεία, την
οποία και ασπάστηκα πρόθυμα ως ταυτότητα. Μη βρίσκοντας άκρη στο περιβάλλον
μου, ξεκίνησα να ψάχνω για ομοιοπαθούντ@. Σταδιακά, η ονλάιν επικοινωνία και
αλληλοϋποστήριξη μετουσιώθηκε υπό την αιγίδα μιας νεοϊδρυθείσας τότε
συλλογικότητας στην πρώτη διά ζώσης ομάδα αυτοβοήθειας στη χώρα μας για άμεσα
ενδιαφερόμενα πρόσωπα χωρίς την παρουσία ειδικού. Στο μακρινό 2009 – τότε που
ακόμα η κρίση δεν είχε ενταχθεί στο καθημερινό λεξιλόγιο – και αρχής γενομένης
στη Θεσσαλονίκη, ξεκινήσαμε να συναντιόμαστε με κοινό σημείο αναφοράς τη
διάγνωσή μας, άγνωστοι κατά τα άλλα άνθρωποι. Ως συντονιστής του εγχειρήματος,
πρέσβευα την αγία τριάδα: ψυχίατρος, φαρμακευτική αγωγή και υποστηρικτικό
πλαίσιο. Χωρίς την παρουσία ειδικού κι όμως η ψυχοεκπαίδευση που κάναμε μεταξύ
μας θα τη ζήλευαν και οι επαγγελματίες.
Οι κουβέντες μας
περιελάμβαναν αποτελεσματικές στρατηγικές για την πρόληψη και τη διαχείριση των
υποτροπών, βιωματικό μοίρασμα αναπόσπαστα φιλτραρισμένο από την ψυχιατρική
ορολογία. Με άλλα λόγια, πώς θα πετύχουμε την περιβόητη νορμοθυμία. Μια
χειραφετητική προσπάθεια να το πάρουμε πάνω μας, να διεκδικήσουμε τον έλεγχο
στη ζωή μας, ν' αποκτήσουμε φωνή και ν' ακουστούμε σ' ένα ισότιμο πλαίσιο υπό
τον όρο βέβαια μιας οικειοθελούς συμμόρφωσης με τις ψυχιατρικές οδηγίες.
Άλλωστε η χειραφέτηση δεν είναι πάντα δεσμευμένη από τις συνθήκες μας;
Ταυτόχρονα,
θεωρούσα εαυτόν ακτιβιστή υπέρ των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων και κατά
του στίγματος της ψυχικής ασθένειας, για τα οποία και δραστηριοποιούμουν στο
πλαίσιο της συλλογικότητας. Σήμερα καταλαβαίνω πως πολύ περισσότερο συμμετείχα
στον αποστιγματισμό της νομιμοποίησης της ψυχιατρικής ως κλάδου παρά στην
εμπερίεξη των ακραίων εκδηλώσεων του ψυχικού πόνου στο φάσμα της ανθρώπινης
εμπειρίας. Όσο η προσωπική μου ιστορία εμπλουτιζόταν ολοένα με ψυχιατρική βία
ως απάντηση στην αυξανόμενη απόγνωση που βίωνα – βία που τότε βίωνα ως
μονόδρομο, τόσο αυτοεγκλωβιζόμουν στον ψυχιατρικοποιημένο ακτιβισμό, που τότε
σαφώς και βίωνα ως διέξοδο. Επιδιώκοντας να γνωρίσω άλλες μικροκοινότητες στον
χώρο της ψυχικής υγείας που βρέθηκα ν' ανήκω και διεκδικώντας ευρύτερες
συμμαχίες που πλέον καταλαβαίνω το ασυμβίβαστό τους, γνώρισα το Παρατηρητήριο
για τα Δικαιώματα στον Χώρο της ψυχικής Υγείας και μέσω αυτού το κίνημα των
επιζώντων και χρηστών, εναλλακτικές αντί της ψυχιατρικής και τη συστημική
γλώσσα, αν και τελείως ακαταλαβίστικα όλα αυτά για μένα σε κείνη την πρώιμη μου
φάση.
Στην πορεία,
κατάφερα να τα οικειοποιηθώ και ν' απαλλάξω την ψυχιατρική από την ευθύνη της
αντιμετώπισής μου, λέγοντας ναι σε μια ζωή με ψυχικές κρίσεις αλλά χωρίς
ψυχιατρική βία. Κι αν σήμερα κάνω τα πρώτα μου βήματα ως ψυχοθεραπευτής,
παραμένω υπέρμαχος των ομάδων αυτοβοήθειας ως μια πράξη ανταπόδοσης και ως πηγή
αντίστασης και πραγμάτωσης ενός άλλου τρόπου ύπαρξης. Βέβαια, με το ανανεωμένο βιογραφικό μου
σήμερα, η συμμετοχή μου καθίσταται πολύ πιο περίπλοκη απ' ότι παλιότερα.
Επί του
παρόντος, συντονίζω τη διαδικτυακή ομάδα αυτοβοήθειας “Φωτεινή Ομίχλη”, υπό την
αιγίδα του Παρατηρητηρίου. Απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν ψυχιατρική
εμπειρία ανεξαρτήτως διάγνωσης.Σ' ένα ασφαλές πλαίσιο
αποδοχής και ισοτιμίας, τα μέλη της ομάδας παίρνουν τη γενναία απόφαση να
σπάσουν τη σιωπή και την απομόνωσή τους. Με σεβασμό κι αλληλεγγύη, αναλαμβάνουν
ενεργητικά την ευθύνη του εαυτού τους σε συλλογικά πλαίσια. Οι συναντήσεις είναι
ανοιχτές, εβδομαδιαίες και δωρεάν. Σκοποί της ομάδας: η επανάκτηση των
προσωπικών ιστοριών ζωής μέσα και πέρα από τα ψυχιατρικά ιστορικά, η
ενδυνάμωση, η ενστάλαξη ελπίδας και η καλλιέργεια μιας αισιόδοξης στάσης ζωής,
η διάδοση του ήθους της αυτοβοήθειας/αλληλοβοήθειας, η
ενθάρρυνση των μελών για δημιουργία διά ζώσης ομάδων στον τόπο τους και
εποπτεία των προσπαθειών τους αν το επιθυμούν.
Στην ομάδα βάζω σε παρένθεση την ιδιότητα του θεραπευτή και συναντιέμαι
ισότιμα με τους ανθρώπους μέσα από τον βιωματικό λόγο. Στην πράξη, δεν είναι
καθόλου εύκολο και συχνά έχω δεύτερες και τρίτες σκέψεις για το πόσο να εκτεθώ.
Η ομάδα λειτουργεί ως πλαίσιο προσωπικής συμφιλίωσης με την ιστορία μου και το
βιογραφικό μου και διάδοσης της ιδέας πως οι θεραπευτές παραμένουν ανθρώπινα
πλάσματα και εξού έχουν δικούς τους θεραπευτές και φυσικά και περνούν κρίσεις
στη ζωή τους.
Ταυτόχρονα, ο ψυχιατρικός λόγος μπορεί και παρεισφρύει στις συζητήσεις μας
και παρατηρώ πως οι άνθρωποι συχνά πυκνά είναι απρόθυμοι να τον απαρνηθούν. Δεν
απαγορεύεται κάτι τέτοιο και σε κάθε περίπτωση οι κουβέντες δημιουργούν
επιγνώσεις. Στο πλαίσιο συνευθύνης της ομάδας, γίνεται πιο καθαρό πως σε
τελευταία ανάλυση πρόκειται για αποφάσεις και επιλογές μας και αυτός είναι ο
χώρος στον οποίο μπορούμε να ασκήσουμε έλεγχο. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως το
δυναμικό μιας ομάδας αυτοβοήθειας εξαντλείται στην προσωπική αλλαγή και δεν
μπορεί να πάρει το πρόσημο πολιτικού αγώνα. Για μένα αυτό είναι και το
ζητούμενο.
Σύμφωνα με τον
ιστορικό της ψυχιατρικής Norman Dain: “οι πιο
επίμονοι κριτικοί της ψυχιατρικής υπήρξαν πάντοτε οι πρώην ψυχιατρικοί ασθενείς,
αλλά μέχρι τώρα ελάχιστοι είχαν το κουράγιο να πουν την ιστορία τους δημόσια ή
να αντιμετωπίσουν ανοιχτά το ψυχιατρικό κατεστημένο, και όσοι το έκαναν ήταν
συνήθως τόσο υπερβολικοί στις κατηγορίες τους, που σπάνια αποκτούσαν
αξιοπιστία”. Μα αυτή δεν είναι η μοίρα ευρύτερα των καταπιεσμένων κοινωνικών
ομάδων; Όσο δεν συνασπίζονται, τόσο ευκολότερα εκτοπίζονται στο περιθώριο.
Ακόμα περισσότερο για τους ανθρώπους με ψυχιατρική εμπειρία, δεδομένου πως δεν
φτάνει γι' αυτούς απλώς να βρουν τη δυνάμη να επανεκτεθούν στην τραυματική
αλήθεια τους, διεκδικώντας τα δίκαιά τους. Υποχρεούνται να το κάνουν απολύτως
συγκροτημένα και συγκρατημένα και ούτε καν αυτό συχνά αρκεί. Με τον κίνδυνο
ό,τι μη αρεστό πουν να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους ως ένδειξη «υποτροπής»
τους, το να στηλιτεύσουν τα όποια κακώς κείμενα αποτελεί ένα αδιανόητο διάβημα.
Εξού και η
πρωτοβουλία της συνεύρεσης ανθρώπων εκεί που εξακολουθεί να υπάρχει
στιγματισμός, μυστικοπάθεια και απομόνωση εμπεριέχει μια ριζοσπαστικότητα.
Είναι το πρώτο θαρραλέο βήμα της απόκτησης μιας κοινής συνείδησης έστω και
θυματοποιημένης στην αρχή ώς και την ηρωική έξοδο από την παθητικότητα και την
κηδεμονία. Το αίσθημα του ανήκειν και ένας ασφαλής τόπος αμοιβαίου βιωματικού
μοιράσματος είναι οι πυρηνικές προϋποθέσεις ώστε οι φιμωμένες φωνές να
αποκτήσουν τη δέουσα αξία τους και να αναδυθούν στην επιφάνεια οι πραγματικές
ανάγκες των ανθρώπων. Εκεί ακριβώς διασταυρώνεται ο εγωισμός με τον αλτρουισμό:
το να βοηθάμε μας βοηθάει! Οι παθούσες της ψυχιατρικής από παθητικοποιημένες
βοηθούμενες γίνονται ενεργητικές βοηθοί της εαυτής τους και των ομοιοπαθών τους.
Από άνθρωποι που βιώνουν μια ψυχοκοινωνική κρίση γίνονται φροντιστές,
συμπαραστάτες και συνοδοί στην κρίση. Με μια κίνηση, τα προσωπικά αποθέματα
επανεμφανίζονται και αναδιατάσσονται προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Ως πρώτη
οργανωμένη κίνηση αυτοβοήθειας μνημονεύεται η Φιλική Εταιρεία των Φερόμενων ως
Παραφρόνων (Friend Society of Alleged Lunatics, FSAL) στην Αγγλία (1845-1863), όπου
μια ομάδα πρώην (επιφανών) ψυχιατρικών τροφίμων αξίωσε ουσιαστικά ψυχιατρική
μεταρρύθμιση όταν «[τ]ο πρόβλημα παρέμενε πώς να εξασφαλιστεί ότι εγκλείονταν
οι σωστοί άνθρωποι, και ότι δεν ήταν ξεκάθαρο αν το ιατρικό επάγγελμα ήταν
αξιόπιστο να αποφασίζει». Δυο αιώνες σχεδόν μετά και ενώ το πρόβλημα μοιάζει να
έχει επιλυθεί, το ήθος της αυτοβοήθειας μάς προσκαλεί να το ξανασκεφτούμε –
ήθος που συμπεριλαμβάνει: την κοινωνική ομοιογένεια και ομοτιμία των μελών (2)
τον αυτοκαθορισμό διά της αυτοοργάνωσης (3) την αμοιβαιότητα και την
κυκλικότητα της βοήθειας (4) την ενδυνάμωση αντί της παθολογικοποίησης (5) την
κοινωνική υποστήριξη (6) την αυτενέργεια αλλά και τον αποστιγματισμό της
βοήθειας (7) τη μη εμπορευματοποίηση της βοήθειας (8) τη σχεσιακή διαδικασία της
ανάρρωσης αντί μιας ιατροκεντρικής επιβολής.
Από αυτονόητη και αυθόρμητη εκφραση
κοινωνικότητας, η αυτοβοήθεια ανακαλύπτεται εκ νέου τα τελευταία 200 χρόνια ως
παρέκκλιση, ως απειλή του status quo και ως ανάγκη επιβίωσης των «ευάλωτων κοινωνικών ομάδων» σε έναν κοινωνικά
θρυμματισμένο κόσμο. Δεδομένης της επικράτησης της ετεροβοήθειας των
εξειδικευμένων επαγγελματιών και τεχνοκρατών, τα προσωπικά/κοινωνικά αποθέματα
των άμεσα ενδιαφερόμενων εξ ορισμού καθίστανται υποδεέστερα εμπρός στην
αυθεντία των ειδικών και του προνοιακού κράτους.
Φαινομενικά, η καταστατική αφετηρία των
ομάδων αυτοβοήθειας είναι μια συνθήκη αδυναμίας, από την οποία τα μέλη τους
εφορμούν εξω-θεσμικά να βρουν διέξοδο. Ο αποστιγματισμός της αυτενέργειας
πιστώνεται σαν το πρώτο κατόρθωμα των ανθρώπων που ξεκινούν μια ομάδα
αυτοβοήθειας. Από την πρώτη συνάντηση αρχίζει να παράγεται μια ριζοσπαστική
συνειδητοποίηση: η αρχική θέση ανεπάρκειας μεταμορφώνεται μέσω του βιωματικού
μοιράσματος σε πηγή ισχύος εντός μιας κουλτούρας ισοτιμίας, υπευθυνοποίησης και
αμοιβαιότητας. Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι αλληλοενισχύονται να επαναφέρουν στο
προσκήνιο και να ανασυνθέσουν τις προσωπικές τους ιστορίες ζωής μέσα και πέρα
από τα ψυχιατρικά ιστορικά τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο, καθιερώνεται μια
ιδιαίτερη σκοπιά κοινωνικής ανάλυσης – αυτή του ανθρώπου με ψυχιατρική
εμπειρία, που αποκτά συνείδηση του κατασταλτικού - ελεγχτικού ρόλου της
ψυχιατρικής, αναζητώντας δρόμους χειραφέτησης εντός και εκτός του εαυτού του.
Η καινοτομία των ομάδων αυτοβοήθειας έγκειται
ακριβώς στο ότι η κοινή «ψυχοπαθολογία» που συνέδεσε τους αυτοβοηθούμενους
τίθεται σε παρένθεση, ενόσω προτεραιότητα αποκτά η θεραπεία των κοινωνικών
δεσμών βάσει των κοινοτικών αξιών της συντροφικότητας, της συνέργειας, της
αλληλεγγύης κ.ο.κ. . Στο ασφαλές πλαίσιο της ομάδας, ενσταλάζεται ελπίδα και
αισιοδοξία, προασπίζεται ο αυτοκαθορισμός και η αίσθηση του ανήκειν εκεί που
πριν επικρατούσε η απελπισία, η ανημποριά και η περιθωριοποίηση. Άλλοτε
ακαταλόγιστοι και κοινωνικά ανυπόληπτοι, οι άνθρωποι με ψυχιατρική εμπειρία
εμβαπτίζονται εκ νέου ως ενεργοί πολίτες και ισότιμοι κοινωνικοί εταίροι.
Οι ομάδες αυτοβοήθειας αποτελούν στην πράξη
ομάδες αυτομόρφωσης, όπου τα αντικείμενα της γνώσης κυμαίνονται από τις
προσωπικές στρατηγικές αντιμετώπισης παρόμοιων δυσκολιών μέχρι τη μαθητεία σε δημοκρατικές
συλλογικές διαδικασίες. Σε αντιπαραβολή προς το πατερναλιστικό μοντέλο της
επαγγελματικής βοήθειας, τα αυτοδίδακτα μέλη των ομάδων αυτοβοήθειας μαθαίνουν
να αναλαμβάνουν την ευθύνη του εαυτού τους εντός μιας κοινότητας – μιας οιονεί
οικογένειας αδερφικής και όχι πατριαρχικής δομής.
Ταυτόχρονα, οι ομάδες αυτοβοήθειας
προσφέρονται ως απελευθερωτικός τόπος και για τους ψ επαγγελματίες, που μέσω
της αυτοαποκάλυψης, από απρόσωποι ειδικοί μπορούν να ξαναγίνουν αυθεντικά
πρόσωπα. Έχοντας συνείδηση πως πρόκειται για ποσοτική και όχι ποιοτική διαφορά,
οι ψ επαγγελματίες έχουν την ευκαιρία να συνδιαλλάσσονται θετικά και βιωματικά
με την υποτιθέμενη ψυχοπαθολογία» ως αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης
εμπειρίας.
Για τον Peter Lehmann, «[ο]μάδες αυτοβοήθειας που
ιδρύονται από επαγγελματίες για τους ανθρώπους με ψυχιατρική εμπειρία είναι μια
αντίφαση από μόνη της. Αυτοβοήθεια μπορεί να οργανωθεί μόνο από άμεσα
ενδιαφερόμενους, οτιδήποτε άλλο είναι ετεροβοήθεια». Παρότι αναγνωρίζουμε την
αντίφαση, η θέση μας είναι υπέρ της ιδρυτικής εμπλοκής των ψ επαγγελματιών στις επικρατούσες συνθήκες
στη χώρα μας. Η ελληνική εμπειρία (ευρύτερα φαινόμενα αποσυλλογικοποίησης,
κουλτούρα συντριπτικά υπέρ των ειδικών, υπερανάμειξη της οικογένειας,
εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ακούσιων νοσηλειών κ.ο.κ.) δείχνει ιδιαίτερη δυσκολία
διάδοσης των πρωτοβουλιών αυτοβοήθειας από τα κάτω. Σε συνδυασμό με την ούτως ή
άλλως προβληματική αντοχή τους στον χρόνο λόγω της φύσης τους (αλληλέγγυα, μη επαγγελματική
δομή, προαιρετική, μη συστηματική συμμετοχή, ανοικτότητα σε νέα μέλη άνευ
προεπιλογής, προστριβές παλαιότερων-νεότερων μελών, έκτακτες κρίσεις που
απορρυθμίζουν την ομάδα, απροθυμία από τα μέλη να αναλάβουν συντονιστικό ρόλο
κ.ο.κ.), μη εμπλοκή των επαγγελματιών σημαίνει στην πράξη φθίνουσα πορεία του
φαινόμενου ώς και την εξάλειψή του.
Οι ομάδες αυτοβοήθειας μπορούν να
είναι μια αντιψυχιατρική πρακτική, μια εναλλακτική στην ψυχιατρική, μπορεί και
όχι. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας άλλος τρόπος ζωής, πιο συλλογικός, πιο
εμπεριεκτικός, πιο οριζόντιος.