Βασίλης Περιβολάρης
ΒΑΛΣΑΜΟ
Συστημική Ψυχοθεραπεία 
& Κοινωνική Ενδυνάμωση

Για μια ενδυνάμωση της αποπαθολογικοποίησης

(Συνέντευξη στο περιοδικό Misfit με τους Ανδρέα Βαββό, Νικόλ Σαρλά και Νίκο Μυλωνά, εκδόσεις Oposito, 2025)

Από κάποιες διερευνητικές συναντήσεις και μια ηλεκτρονική σελίδα φτάσαμε να απαντάμε σε αιτήματα από όλη τη χώρα, ερχόμεν@ σε επαφή και με άλλες οργανώσεις του χώρου. Υπό την αιγίδα του σωματείου, δημιούργησα και συντόνισα στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα τις πρώτες αυτοσυντονιζόμενες ομάδες αυτοβοήθειας το 2009, τότε που η ψυχιατρική μεταρρύθμιση (ιδίως η συζήτηση γύρω από αυτήν) ήταν στο απώγειό της. Οι ομάδες αυτοβοήθειας χωρίς παρουσία ειδικού ήταν κάτι καινούργιο στην Ελλάδα και εν πολλοίς παραμένουν. Συνιστούν μια απόπειρα από τα κάτω ώστε τα άμεσα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να αποκτήσουν τον πρώτο λόγο (αλλά και την ευθύνη) για τη ζωή τους. Αν και πρόκειται για βιωματική αλληλοϋποστήριξη μεταξύ ειδικών-από-εμπειρία, πλέον καταλαβαίνω πως όταν γίνεται υπό την πανοπτική σκιά της ψυχιατρικής συμμόρφωσης καταλήγει υπαγορευμένη αυτοβοήθεια υπέρ της ψυχικής αναπηρίας (sic) και της νορμοθυμίας (sic). Δηλαδή μια απολιτίκ και προκάτ ψυχοεκπαίδευση, που αντί να ενισχύει τη φωνή μας, μας καθιστά φερέφωνα. Για καλή μου τύχη, ήρθα σε επαφή με το Παρατηρητήριο για τα Δικαιώματα στον Χώρο της Ψυχικής Υγείας και από εκεί με το κίνημα των επιζώντων της ψυχιατρικής, το αντιψυχιατρικό κίνημα, την κοινωνική κατασκευή της ψυχικής διαταραχής. Όλα αυτά που δεν τα πολυκαταλάβαινα τότε αποδείχτηκαν σωτήρια. Γιατί σε αυτά τα ερεθίσματα ήταν που στράφηκα και επανοικειοποιήθηκα την εμπειρία μου, την οποία μέχρι τότε έβλεπα σαν έναν απονοηματοδοτημένο και αποπλαισιωμένο μπαμπούλα χάρη στα ψυχιατρικά γυαλιά που μου φόρεσαν για το καλό μου. Και έκτοτε η ζωή μου κάπως αποκτά μια θετική ροή. Με τα πάνω και τα κάτω φυσικά. Όχι γραμμικά και μαγικά, αλλά με μια συνέχεια και ενίοτε με ψυχικές κρίσεις – κρίσεις που πια έχουν νόημα για μένα, εξελίσσουν την ιστορία μου και σίγουρα δεν απορρέουν εγκεφαλικής δυσλειτουργίας. Παραδόξως. Παρά τα προγνωστικά ότι χωρίς ψυχοφάρμακα και ψυχιατρική παρακολούθηση, θα πηγαίνω από υποτροπή σε υποτροπή κι άρα θα γίνομαι χειρότερα. Παραδόξως επίσης, με φάρμακα και με ψυχιατρική παρακολούθηση πήγαινα ήδη από υποτροπή σε υποτροπή κι όντως από το κακό στο χειρότερο. Οπότε ποιο ήταν το δίλημμα ακριβώς;

ΑΒ: Ποια είναι για σένα έτσι τα βασικά προβλήματα που έχει η ψυχιατρική στην Ελλάδα; 

ΒΠ: Είναι προβλήματα που παρατηρούνται σε όλον τον δυτικό κόσμο και σχετίζονται με την ιατρικοποίηση ευρύτερα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ψυχιατρική είναι πλήρως, αν όχι πλήρως, κατά 97% βιολογίζουσα. Δεν είναι τυχαίο το πρώτο συνθετικό στη βιο-ψυχο-κοινωνική προσέγγιση, το ψυχοκοινωνικό είναι παρεμπιπτόντως. Ακόμα και η κοινοτική ψυχιατρική γίνεται με προϋπόθεση την υπακοή στη φαρμακευτική αγωγή. Και όχι μόνο αυτό. Η υπερσυνταγογράφηση ζει και βασιλεύει. Αυτό είναι εκδίκηση. Πλέον μιλάμε για εκδίκηση. Δεν είναι θεραπεία ανθρώπου. Όποιος τολμάει και πάει να αποκοπεί, να τραβήξει μια άλλη πορεία, να αποδράσει από αυτό το αντιεπιστημονικό φιάσκο… είναι πολύ συχνό το φαινόμενο οι άνθρωποι να κόβουν τα φάρμακα για να γλυτώσουν από τις παρενέργειές τους απότομα και χωρίς υποστήριξη, για να σταθούν στα πόδια τους, να έρχονται αντιμέτωποι με τα στερητικά από τη διακοπή και να μπαίνουν ακούσια στα ψυχιατρεία κακήν κακώς και να βγαίνουν με γιγάντιες δόσεις και μάλιστα από απαρχαιωμένα σκευάσματα. Και ύστερα οι εξωτερικοί ψυχίατροι να χορηγούν χημικά κοκτέιλ με την απειλή ακούσιων εγκλεισμών. Υποτίθεται ότι τα νέας γενιάς φάρμακα θα μείωναν την υπερσυνταγογράφηση, γιατί ακριβώς θα είχαν μια μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, μια καλύτερη στόχευση. Και τώρα το 2024 τα συνταγογραφούμε όλα σε όλ@. Εργασία μαθητευόμενων μάγων στην καλύτερη, απευθείας διαπλοκή με τις φαρμακευτικές εταιρείες στη χειρότερη. Το κυριότερο για εμένα είναι ότι ακριβώς για να υπάρξουν όλα αυτά, η ορθόδοξη ψυχιατρική επιβάλλεται ως μονόδρομος. Συζητάμε το δέντρο του συμπτώματος με όρους αναπηροποίησης και χρονιότητας και χάνουμε το δάσος των αντίξοων συνθηκών και των υπαρξιακών αγωνιών των ανθρώπων, που εκεί μέσα διακυβεύεται μια άλλη ποιότητα ζωής. Έτσι φυσικά μάταια λιθοβολούμε τον αγγελιαφόρο, ψυχιατρικοποιώντας όλο και μεγαλύτερα τμήματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς στον βωμό του κοινωνικού ελέγχου και της αισχροκέρδειας. Πέρα από αυτά, συναντάμε όλα τα προβλήματα που έχει ο ευρύτερος χώρος της υγείας με την ιδιωτικοποίηση, την υποστελέχωση του δημόσιου συστήματος, την απουσία πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης και την άρνηση διασύνδεσης των διαφόρων δομών και βαθμίδων.

ΑΒ: Ποιο είναι το απαύγασμα της δικής του προσωπικής σχέσης με τη φαρμακευτική αγωγή;

ΒΠ: Δεν είχα καμία ενημέρωση - προειδοποίηση για τις πιθανές παρενέργειες των φαρμάκων. Και αναφέρομαι σε σοβαρές, απειλητικές για τη ζωή παρενέργειες όπως αύξηση της αυτοκτονικότητας, αύξηση της παρόρμησης ολοκλήρωσης αυτοκτονικών σχεδίων, υποθυροειδισμό, μεταβολικό σύνδρομο, προβλήματα στη σεξουαλική μου ζωή, συναισθηματικό μούδιασμα. Δεν ρωτήθηκα ποτέ αν παρουσίασα κάποια παρενέργεια. Οι παρενέργειες συζητιόνταν ως συμπτώματα κι έπρεπε να εκπαιδευτώ να τα προλαμβάνω... Δεν μου έφταναν οι “υποτροπές”, είχα κι αυτό το αχρείαστο βάρος να διαχειριστώ. Δεν έγινε ποτέ καμία σύνδεση των απόπειρων αυτοκτονίας μου με τα αντικαταθλιπτικά που λάμβανα. Λες και δεν έχουν ενοχοποιηθεί επί τούτου, λες και δεν έχει απαγορευτεί το seroxat που έπαιρνα για χρήση σε ανήλικα. Στην περίπτωσή μου, όπως κατά κανόνα συμβαίνει, ο μόνος που ενοχοποιούταν ήμουν εγώ. Ο ορισμός της κακοποίησης. Μόνο πυροσβεστική αντιμετώπιση και παραπομπή μου σε δωρεάν διαιτολογική υποστήριξη για ανθρώπους που καταναλώνουν ψυχοφάρμακα (χορηγία big pharma) και έξτρα συνταγογράφηση αντιεπιληπτικών για έλεγχο της όρεξης. Όχι βέβαια η παχυσαρκία να συζητηθεί ως παρενέργεια του zyprexa και τι επιπτώσεις έχει στη ζωή μου και ποιο το υποτιθέμενο αντισταθμιστικό όφελος, αλλά ως αποτέλεσμα της διάθεσής μου, της ψυχασθένειάς μου δηλαδή. Καμία παρότρυνση για άθληση, έστω σωματική κίνηση. Καμία οδηγία για αιματολογικές εξετάσεις. Τον υποθυροειδισμό τον ανακάλυψα από τύχη χάρη στη διαιτολόγο (ούτε λόγος ότι προκλήθηκε από το depakine), την απουσία της λίμπιντό μου την αντιμετώπισα κατά λάθος όταν ο ενδοκρινολόγος ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει αν έχω κάποιο άλλο πρόβλημα και να με παραπέμψει για εξέταση προλακτίνης – συχνότατη παρενέργεια των αντιψυχωσικών. Ακόμα κι όταν μετέφερα στον ψυχίατρο την υπεραυξημένη τιμή της προλακτίνης, αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι έχει κάποια σημασία, οπότε και δεν χρειαζόταν να κάνω κάτι με τα φάρμακα. Καμία ανάληψη ευθύνης φυσικά. Ευτυχώς δεν τον άκουσα, διέκοψα το solian και επανήλθε – ω του θαύματος – η σεξουαλική μου επιθυμία. Ευτυχώς δεν άκουσα την οδηγία για λήψη φαρμακευτικής αγωγής εφ' όρου ζωής κι ανεξαρτητοποιήθηκα μετά από έντεκα χρόνια συστηματικής κατανάλωσης. Και αισίως έχουν περάσει δέκα χρόνια γεμάτα ζωή από τότε. Αλλά δεν είναι μόνο οι παρενέργειες, είναι και το ευρύτερο πλαίσιο κακοποιητικό. Πρέπει να αποδεχτείς τη διάγνωση και να μάθεις να ζεις σύμφωνα με αυτήν. Η διακοπή της αγωγής μοιραία θα επιφέρει και την επιδείνωση. Η ευλαβική λήψη της αγωγής και η υπακοή στις ιατρικές οδηγίες όμως πώς δικαιολογεί τις συνεχείς υποτροπές; Δεν είναι απλά «δεν έχεις επιλογές», είναι ότι φταις που δεν έχεις επιλογές, φταις που οι επιλογές που δεν έχεις, δεν σε βγάζουν πουθενά. Δεν είναι ότι απλά σου ασκούμε βία, είναι ότι σου ρίχνουμε και την ευθύνη του πράγματος. Σε πάμε με χειροπέδες στο ψυχιατρείο, σε δένουμε στο κρεβάτι, σου χτυπάμε μια ένεση αλοπεριδόλης (την τελευταία υποτίθεται που βρήκαμε στην αποθήκη, γιατί πλέον δεν τις χρησιμοποιούμε κατά δήλωση της γιατρού που με εξέτασε) και σε ρωτάμε την επόμενη: «Θέλεις ακόμα να αυτοκτονήσεις;». Η θηλιά από το σχοινί της κουρτίνας υπήρχε σε κοινή θέα για τρεις μέρες πριν την κόψει η καθαρίστρια με δική της πρωτοβουλία. Τόσο ασφαλές και φροντιστικό πλαίσιο... Και στο τέλος της ημέρας, στον ιατρικό μου φάκελο χαρακτηριζόταν η ακτιβιστική ενασχόλησή μου ως ιδέες μεγαλείου. Οπότε αντιψυχωσικά για να μου περάσουν... Ακύρωση της εμπειρίας στα καλύτερά της.

ΑΒ: Επειδή έχεις μοιραστεί την εμπειρία σου και επειδή συχνά, όταν μοιραζόμαστε την προσωπική μας εμπειρία μπορεί μονομερώς να δοθεί έμφαση στην προσωπική τραγωδία που περνάει το άτομο και όχι στα ευρύτερα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, πώς ήταν για σένα το να μοιραστείς την εμπειρία σου και τι διλήμματα πιθανώς αντιμετώπισες;

ΒΠ: Όλο αυτό με τα προσωπικά δεδομένα και την ιδιωτικοποίηση της ζωής μας, πάντα με προβλημάτιζε. Ναι, να έχουμε μια ζωή δικιά μας και να την προστατεύουμε από επιβουλές, αλλά μόνο δικιά μας; Εφόσον ό,τι ζούμε συνδιαλέγεται με το κοινωνικό απόθεμα δυνατοτήτων βίωσης, ποιο το όφελος να πασχίζουμε να απομονώσουμε το προσωπικό από το κοινωνικό; Σε τελευταία ανάλυση, και αποδυνάμωση μού φαίνεται πως είναι και έλλειψη ανταπόδοσης. Προσφέρουμε τον εαυτό μας γιατί τον οφείλουμε όπως έλεγε και ο Mauss. Συνιστούμε αφηγηματικούς κρίκους σε ένα αδιαίρετο σύμπλεγμα ιστορικών αλυσίδων, οπότε πώς γίνεται να μη μοιραζόμαστε την εμπειρία μας; Σίγουρα, μπαίνει το δίλημμα της έκθεσης, των παρεξηγήσεων, των διαστρεβλώσεων. Η κατάθεση μιας εμπειρίας δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτή όμως ως κήρυγμα μιας απόλυτης αλήθειας. Όσο με αφορά, το να μιλάω ανοιχτά ήταν η απάντησή μου στην προβληματική του στίγματος. Δεν γίνεται να παραμένει ταμπού το να μιλάμε για τις ψυχικές μας δυσκολίες, για την ακρίβεια για τις όποιες μας δυσκολίες. Δεν μπορούν τα πρότυπά μας να είναι εξωρραϊσμένα και ατσαλάκωτα με όρους αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας. Γιατί άμα δεν είναι οι ευάλωτες στιγμές μας που μας κάνουν ανθρώπους, τελικά τι είναι; Βέβαια, οι καμπάνιες κατά του στίγματος της ψυχικής διαταραχής αυτό που κατεξοχήν αποστιγματίζουν είναι ο ψυχιατρικός κλάδος. Γιατί αυτό είναι όλο κι όλο το παραμύθι του στίγματος. Μια κακή στιγμή, μια κακή φάση μας βαφτίζεται μια υποτιθέμενη ισόβια καταδίκη, για την οποία αρμόδια διεκδικεί να είναι μόνο η νονά της, δηλαδή η ψυχιατρική. Και άντε να αποδράσεις από αυτήν τη φυλακή... Σε κάθε περίπτωση, το αν θα δοθεί η έμφαση στην προσωπική τραγωδία ή στα ευρύτερα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα περισσότερο νομίζω έχει να κάνει με την ανάγνωση παρά με τον συγγραφέα. Προσωπικά, όπως εμπνεύστηκα από τις ιστορίες άλλων ανθρώπων και πήρα ελπίδα, ευελπιστώ ότι η ιστορία μου θα έχει παρόμοια τύχη. Πρόθεσή μου δεν είναι να αυτοπροβληθώ ως ήρωας ή να δώσω μια συνταγή εξασφαλισμένης επιτυχίας, αλλά να ενώσω τη φωνή μου με τις φωνές άλλων ανθρώπων που ισχυρίζονται τεκμηριωμένα ότι γίνεται να προσεγγίσουμε τον ψυχικό πόνο αλληλέγγυα και εμπεριεκτικά και όχι βίαια και τραυματικά. Ζητούμενό μου είναι να υπάρχει ελευθερία επιλογών, ενήμερη συγκατάθεση, σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα. Κι εκεί ακριβώς στην αλλαγή παραδείγματος βρίσκεται το συλλογικό πρόσημο – αλλαγή που περνάει μέσα από τις ομάδες αυτοβοήθειας.

ΝΣ: Μιας και το λες αυτό τώρα για τις ομάδες αυτοβοήθειας και τις δυνατότητες που προσφέρουν του μοιράσματος της εμπειρίας συνολικά με έναν τρόπο, ανέφερες πριν ότι υπάρχουν ας πούμε δύο περίοδοι στην αλληλεπίδρασή σου με τις ομάδες αυτοβοήθειας. Η πρώτη έχει να κάνει με ομάδες αυτοβοήθειας που είχαν ένα περισσότερο υποστηρικτικό και ψυχοεκπαιδευτικό χαρακτήρα και η δεύτερη έχει να κάνει με περισσότερο χειραφετητικές ομάδες. Θέλεις να μας πεις για το πώς ξεκίνησε η πρώτη και τι έγινε στην πορεία και έφτασες στη δεύτερη;

ΒΠ: Παίρνοντας τη διάγνωση στα 15 μου, τον πρώτο καιρό για μένα λειτούργησε πολύ ανακουφιστικά με την έννοια ότι βρήκα μια κάποιου είδους ιδιαίτερη ταυτότητα. Αυτή η διαφοροποίηση ήρθε και κούμπωσε σαν εξήγηση του πώς και δεν βρίσκω άκρη στο περιβάλλον μου, του πώς ήταν η ζωή μου τότε. Στα ομοιοπαθούντα άτομα ήταν που πρωτοβρήκα την αποδοχή και την κατανόηση και ένιωσα οκ να είμαι όπως είμαι. Μια αίσθηση κοινότητας και ανήκειν. Η διαδικτυακή έπαφη δεν άργησε να εξελιχθεί σε διά ζώσης και οι διά ζώσης συναντήσεις να οδηγήσουν στις πρώτες ομάδες αυτοβοήθειας. Συχνά πυκνά, τα νεοεισερχόμενα μέλη, μιλώντας για τη διάγνωσή τους, ας πούμε κατάθλιψη, ρωτούσανε το ένα το άλλο: «ρε συ αυτό που έχω φαίνεται; γιατί νομίζω πως φαίνεται». Σαν τους πρώτους εγκληματολόγους του 19ου αιώνα, ψάχνανε στη φάτσα τα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά της ψυχασθένειας. Μέσα από την παθολογικοποίηση τεράστιων κομματιών της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αυτό μπορεί να το πιστωθεί η ψυχιατρική σαν κατόρθωμά της: την αποξένωση των ανθρώπων από τα βιώματά τους και συνεπακόλουθα την κοινωνική περιθωριοποίησή τους. Εξοστρακίστηκαν από το «φυσιολογικό» κοινωνικό συνεχές, συμπεριφορές στατιστικά συνηθισμένες και άρα αναπόσπαστες της ανθρώπινης υπόστασης, που εννοείται ότι είναι οι μη παραγωγικές συμπεριφορές, οι ενοχλητικές συμπεριφορές, αυτές που δεν συνάδουν με την οικονομία της αγοράς και τον καθωσπρεπισμό του νόμου και της τάξης. Σε εκείνη την πρώτη φάση μου στις ομάδες, φυσικά και παρείσφρυε (αν δεν επικρατούσε) η ψυχιατρική γλώσσα στις συζητήσεις μας πρώτα και κύρια από μένα τον ίδιο. Και άπαξ και συνηθίσουμε να αφηγούμαστε την καθημερινότητά μας με όρους ψυχιατρικών συμπτωμάτων, η ζωή μας γίνεται εντυπωσιακά περιορισμένη και ξένη. 

ΝΣ: Πως βίωσες εσύ αυτή την πρώτη φάση; Ποιες ήταν οι επιπτώσεις στην προσωπική σου ζωή; 

ΒΠ: Έκανα κατάχρηση της εμπειρίας μάλλον. Ήταν τέτοια η σαγήνη να αισθάνομαι ότι ανήκω, ότι είμαι χρήσιμος και ότι συμμετέχω σε κάτι ευρύτερο από μένα που ο σκοπός αυτός κατέστη αυτοσκοπός. Έφτασα να συναστρέφομαι μόνο με ανθρώπους που είχανε ψυχιατρικές διαγνώσεις και αφιέρωνα όλον μου τον χρόνο στην ενημέρωση γύρω από τα ζητήματα του χώρου. Ουσιαστικά γκετοποιήθηκα. Ανεχόμουνα πολλά πράγματα για χάρη του σκοπού, παραμέριζα τα όριά μου, έβαζα τις ανάγκες μου σε δεύτερη μοίρα. Έχτιζα μια ασφυκτική, θυματοποιημένη ύπαρξη όπου ήταν θέμα χρόνου η επόμενη “υποτροπή” αλλά δεν το καταλάβαινα τότε.  Εστίαζα στη διεκδίκηση δικαιωμάτων και παροχών που απορρέουν της “ψυχικής αναπηρίας”, αλλά δεν συνειδητοποιούσα τα στεγανά που μου έθετα, πόσο χαμήλωνα το ταβάνι μου. Έχοντας πιστέψει ότι είμαι ισόβιος ψυχιατρικός ασθενής, έβλεπα τον ακτιβισμό σαν αποκούμπι μέσα στα προσωπικά μου αδιέξοδα, σαν κάτι που πάει καλά και είμαι καλός σε αυτό, ακόμα και αν εγώ δεν πάω καλά, σαν ότι θα αφήσω μια κληρονομιά πίσω μου. Στο ζενίθ τότε της ακτιβιστικής μου πορείας, βιώνω ένα μεγάλο χαστούκι – τον ακούσιο εγκλεισμό μου στο ψυχιατρείο. Που στην αρχή το θεώρησα φυσιολογικό και σκεφτόμουν πως να το εντάξω στη ζωή μου εφόσον αυτό είναι για μένα. Απόφοιτος της ψυχοεκπαίδευσης με άριστα. Όσο για υποστήριξη; Περισσότερο ένιωσα υπόλογος και εισέπραξα πως χρωστάω στον σκοπό ακόμα και στα χειρότερά μου. Αυτά με απογοήτευσαν τόσο που με ταρακούνησαν και με κινητοποίησαν να απομακρυνθώ από ότι εντόπιζα να με αρρωσταίνει. Αναφορικά με την αλληλοβοήθεια, οι ομάδες αυτοβοήθειας είχαν χρεωκοπήσει για μένα. Μέχρι τότε η μια απόπειρα αυτοκτονίας μου διαδεχόταν την επόμενη, οπότε αφού παρέμενα ζωντανός ή που θα αυτοκτονούσα όντως ή έπρεπε κάποιον άλλο δρόμο να βρω. Οπότε εκεί κόβω δεσμά με το σωματείο, ξεσκαρτάρω τις σχέσεις μου και επικεντρώνομαι στις σπουδές μου. Σημείο καμπής για μένα, απόπειρα ζωής... 

ΝΣ: Πως προχώρησες τότε σε μια πιο χειραφετητική οπτική γύρω από τις ομάδες αυτοβοήθειας;

ΒΠ: Με την επίγνωση ότι αυτό που με αρρώσταινε ήταν η ίδια η ψυχιατρική μου διάγνωση και ο τρόπος που μου είχαν μάθει να προσεγγίζω τον ψυχικό μου πόνο. Πέρασαν κάποια χρόνια, έχω κόψει τα φάρμακα, έχω βγει από τη χειρότερή μου κρίση χωρίς αυτά και έχω μόλις αποφασίσει να αφήσω πίσω μου τις ψυχιατρικές πρακτικές το 2014. Πώς πάω μπροστά όμως και απο-ψυχοεκπαιδεύομαι; Στήνω μια ηλεκτρονική σελίδα και εκεί συγκεντρώνω ό,τι κριτικό μπορούσα να βρω στο πεδίο, αναζητώντας εναλλακτικούς βιώσιμους δρόμους στον ψευτομονόδρομο της ψυχιατρικής. Στήνω εκ νέου μια ομάδα αυτοβοήθειας υπό τον όρο να μείνει απέξω η ψυχιατρική γλώσσα, αποσκοπώντας να ακούσουμε τα επώδυνα βιώματά μας σαν να έχουν κάτι χρήσιμο να μας πουν, να οικοδομήσουμε τα δικά μας νοήματα με τις δικές μας λέξεις και να μιλήσουμε για τις ζωές μας πέρα από τα ψυχιατρικά μας ιστορικά. Αυτό το εγχείρημα κράτησε κάποιους πολύτιμους μήνες και έκλεισε τον κύκλο του. Γενικά η χειραφέτηση δεν είναι εύκολο πράγμα. Ειδικά όταν η ψυχιατρικοποίηση έχει επιτευχθεί και πια μιλάμε για καθεστώς ομηρίας υπό την απειλή ακούσιων εγκλεισμών και καταστροφολογικώ σεναρίων και μόνο στην υποψία αντίρρησης στον ψυχιατρικό εμπαιγμό. Πλέον, το συλλογικό δεν ήταν αυτοσκοπός της χειραφέτησής μου. Εξού και καταπιάστηκα με την προσωπική μου ενδυνάμωση μέσα από το αντιψυχιατρικό διάβασμα, τη συνέχιση των σπουδών μου και το μαραθώνιο τρέξιμο. 

ΑΒ: Και μετά τις δυσκολίες αυτές σε σχέση με τις πιο χειραφετητικές ομάδες, πως συνέχισες στον χώρο της αυτοβοήθειας; 

ΒΠ: Προσπάθησα να γεφυρώσω τα κομμάτια του βιογραφικού μου που δεν ήταν τυπικά προσόντα μεν, αλλά ήτανε κάποιου είδους δεξιότητες που είχα αναπτύξει όλα αυτά τα χρόνια. Είχα διαβάσει για ανθρώπους με ψυχιατρική εμπειρία σε πιο μεγάλες χώρες που ασχολήθηκαν με το κομμάτι της εκπαίδευσης ψ επαγγελματιών. Κάπως άρχισε να σχηματοποιείται μέσα μου ότι ίσως να μπορέσω να το πετύχω με έναν τρόπο. Ακόμα και αν δεν υπάρχουν τέτοια εγχειρήματα στην Ελλάδα, ίσως δημιουργούνταν στην πορεία. Οπότε σπουδάζοντας Κοινωνιολογία, συναντώ τον επαγγελματικό τίτλο Κοινωνιολόγος-Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας και λέω «ωπ! Γίνεται και αυτό, ε;». Τότε ήταν που έκλεισα και πέντε χρόνια πετυχημένης διακοπής των φαρμάκων το 2019. Ξεκίνησα την εκπαίδευσή μου στη συστημική ψυχοθεραπεία και άρχισα να επικοινωνώ την ψυχιατρική μου εμπειρία, όχι ως θύμα πια αλλά ως νικητής, στους ανθρώπους που συναναστρεφόμουν στη σχολή, στο Παρατηρητήριο, στον Σύλλογο Δρομέων Υγείας Θεσσαλονίκης. Κατέγραψα την εμπειρία μου για το βιβλίο Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα. Αφού ολοκλήρωσα την πτυχιακή μου στις ομάδες αυτοβοήθειας, προχώρησα σε μια διαδικτυακή χειραφετητική ομάδα αυτοβοήθειας/αλληλοβοήθειας για ανθρώπους με ψυχιατρική εμπειρία ανεξαρτήτως διάγνωσης υπό την αιγίδα του Παρατηρητηρίου. Και αυτό το εγχείρημα πέρασε από διάφορες δυσκολίες πριν κλείσει τον κύκλο του, μαθαίνοντάς μου ότι ούτε η χειραφέτηση χρειάζεται να είναι αυτοσκοπός. Στην πράξη, η βιωματική ενδυναμωτική γλώσσα δεν είναι μια εύκολη υπόθεση και χρειάζεται να την καλλιεργήσουμε. Σε αυτήν τη φάση, υποστηρίζω επαγγελματικά ανθρώπους να αυτοβοηθηθούν. Στο Παρατηρητήριο τρέχουν διάφορες ομάδες αυτοβοήθειας και συμμετέχω στις αναστοχαστικές συναντήσεις για συντονιστ@ ομάδων αυτοβοήθειας/αλληλοβοήθειας.    

ΝΣ:Φέρνεις μια πολύ διαφορετική οπτική για την ψυχική υγεία και την ψυχική δυσφορία και τα όρια μεταξύ τους και απ’ όσο καταλαβαίνω είναι ακριβώς η δική σου βιωμένη εμπειρία και η επαφή σου με συγκεκριμένους κλάδους –κοινωνιολογία και άλλα κοινωνικά πεδία με τα οποία έχεις έρθει σε επαφή– οι οποίοι κάπως διαμορφώνουν την οπτική. Πως μπορούν να προσφέρουν τα άτομα που έχουν βιωμένη εμπειρία όταν μπαίνουν στο ρόλο του/της επαγγελματία;

ΒΠ: Κατ' αρχάς, με την επίγνωση ότι δεν υφίσταται ανοσία στις ψυχικές δυσκολίες. Βιωμένη εμπειρία έχουμε όλ@ μας. Πρόκειται για διαφορά ποσότητας και όχι ποιότητας. Η διαφοροποίηση έγκειται στο αν τα βιώματά μας έχουν φιλτραριστεί και καθοριστεί από το ψυχιατρικό κύκλωμα. Όπως οι θεραπευτές έχουν δικούς τους θεραπευτές, έτσι και τα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία μπορούν να γίνουν θεραπευτές. Και αυτή η κυκλική διαδικασία της βοήθειας έρχεται μέσα από το κίνημα των ομάδων αυτοβοήθειας: σήμερα σε φροντίζω εγώ, αύριο με φροντίζεις εσύ και ακόμα παραπέρα αυτά τα δύο ξεχωριστά επίπεδα μπορούν να συμπέσουν και στην πράξη συμπίπτουν συνεχώς στον βαθμό που το να βοηθάμε μας βοηθάει. Και αν μπορούμε να αλληλοβοηθούμε είναι ακριβώς γιατί κοινωνούμε το ίδιο μη-παθολογικό εμπειρικό φάσμα. Έτσι, παύουν να υπάρχουν αυθεντίες, αφ' υψηλού ερμηνείες και οι εξωτικοί κόσμοι των “ψυχικών διαταραχών”. Ειδικ@ για τη ζωή μας και την εμπειρία μας είμαστε εμείς και κανένα άλλο. Τα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία στο ρόλο του/της επαγγελματία μπορούν να αποτελέσουν φάρους ελπίδας και αισιοδοξίας. Επιπλέον, μπορούν να συνεισφέρουν στην εκπαίδευση ψ επαγγελματιών, ανατροφοδώντας και εμπλουτίζοντας την καθεστηκυία οπτική εκ των έσω. Και αυτό εξυπακούεται πως θα πρέπει να μη γίνεται με όρους εκμετάλλευσης αλλά με ένα δίκαιο οικονομικό αντίκρισμα. 

ΑΒ: Αναφέρθηκες στην εμπειρία σου στον Σύλλογο Δρομέων Υγείας Θεσσαλονίκης και επειδή ξέρουμε ότι η άσκηση και το τρέξιμο μπορεί να είναι πολύ σημαντικά για την ψυχική υγεία, ποια είναι για σένα η σημασία της άσκησης; 

ΒΠ: Σίγουρα η άσκηση είναι τεκμηριωμένα πολύτιμος σύμμαχος στην ψυχική μας υγεία. Είναι από τα πιο φυσικά πλην από τα πιο αναξιοποίητα αντικαταθλιπτικά. Για μένα, το τρέξιμο υπήρξε η λύση στην παχυσαρκία μου, διέξοδος και εκτόνωση από τα καθημερινά άγχη, πηγή ευχαρίστησης, ικανοποίησης, δύναμης και ελευθερίας. Στο πλαίσιο του ΣΔΥΘ, μετεξελίχθηκε σε αναψυχή, σε παρέες, αναμνήσεις και στόχους. Με το τρέξιμο άρχισα να εξοικειώνομαι με το βουνό και τη φύση στα 30 μου, άνοιξαν οι ορίζοντές μου, ψήλωσε το ταβάνι μου, επανασυνδέθηκα με μένα, γειώθηκα. Δεν ήταν η πρώτη μου επαφή με τον αθλητισμό, αλλά για πρώτη φορά άρχισα να με σκέφτομαι ως αθλητή με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Έγινε ένας τρόπος ζωής, μια νοοτροπία. Γιατί το να κόψω τα φάρμακα ενάντια σε όλα και να με αντιληφθώ ως επιζώντα της ψυχιατρικής ήταν η αρνητική όψη του νομίσματος. Τον πρώτο καιρό ένιωθα ότι έχω κάτι να αποδείξω και ότι άμα αποτύχω εγώ, αποτυχαίνει και το αντιπαράδειγμα. Οπότε το έφερα πολύ βαρέως και πολύ καταπιεστικά στο πώς βίωνα την καθημερινότητα. Όλη αυτή η ευθύνη ήταν ασήκωτη. Αυτό μετουσιώθηκε σιγά σιγά σε πιο κατασταλαγμένο και ανακουφιστικό έδαφος όταν ξεπέρασα κρίσεις όχι μόνο χωρίς φάρμακα, αλλά καταφέρνοντας να αντλήσω με τη βοήθεια της θεραπεύτριάς μου χρήσιμα νοήματα από αυτές και να προχωρήσω στη ζωή μου σοφότερος. Στην ταυτότητα του δρομέα υπεραποστάσεων, δημιούργησα τη θετική όψη. Με αυτήν κατορθώνω στην πράξη κάτι φαινομενικά αδιανόητο. Κάθετι που ζούμε σήμερα ως αυτονόητο κάποτε ήταν μια ουτοπία, κάτι που δεν γίνεται. Ε, λοιπόν, γίνεται. Γιατί οι ουτοπίες είναι που μας ενθαρρύνουν να προχωράμε μπροστά. Τα όνειρα. Μάλιστα υπήρχε ένα διάστημα που το έκανα πολύ στοχευμένα. Όποτε ζοριζόμουν στη ζωή απλά αύξανα τον εβδομαδιαίο όγκο χιλιομέτρων και τις αντίστοιχες αποστάσεις στους αγώνες. Έλεγα «άμα μπορώ να το κάνω αυτό,  μπορώ να αντεπεξέλθω και στη ζωή μου». Εκεί τρύπωσε το μικρόβιο της παντοδυναμίας και της επίδοσης και το τρέξιμο κατέληξε κάτι σαν καθήκον, σαν αυτοσκοπός. Ένας τραυματισμός και δύο καραντίνες μού υπενθύμισαν τους λόγους που το ξεκίνησα και το αγάπησα και μου έδωσαν την απαραίτητη απόσταση για να μάθω να το κάνω με περισσότερο σεβασμό στο σώμα μου. 

ΝΜ: Υπάρχει πολύς κόσμος που λέει «εγώ δεν μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι, θα αρχίσω να τρέχω μαραθώνιους;» ή «θα αρχίσω να κάνω άσκηση, ενώ δεν μπορώ να κάνω τα πιο απλά πράγματα στην καθημερινότητά μου». Πώς πιστεύεις ότι μπορούμε να απαντήσουμε σ' αυτή την κριτική, σε αυτό τον προβληματισμό;

ΒΠ: Σε προσωπικό επίπεδο θα ρωτούσα: ποιος σε υποχρεώνει να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι; Μήπως αυτή η υποχρέωση είναι που σε καθηλώνει; Σε κοινωνικό επίπεδο, θα έλεγα ότι χρειάζεται να δημιουργήσουμε ασφαλή πλαίσια ώστε να είναι αποδεκτό το να μη μπορεί ένα άτομο να σηκώθει από το κρεβάτι. Και με αυτόν τον τρόπο να αναγνωρίσουμε το πόσο πιεστικούς, αφόρητους, ασφυκτικούς έχουμε κάνει τους ρυθμούς της ζωής μας. Δεν μπορεί το burn out να είναι μια υπόθεση ιδιωτική που θα πρέπει να αναλογεί σε διαχείριση στο άτομο που τη βιώνει, αλλά χρειάζεται συλλογικά να αφυπνιστούμε και να απαντήσουμε τι ποιότητα ζωής έχουμε οικοδομήσει και κατά πόσο είναι εντάξει αυτό και κατά πόσο καταλήγουμε σκλάβοι επιδόσεων· γιατί ακόμα και όταν δεν προβάλλεται ως κοινωνική επιταγή, έχει γίνει προσωπική επιδίωξη, μια άκρατη μορφή αυτοεκμετάλλευσης. Οπότε το δεν θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι μου, μήπως έχει να κάνει με το ότι δεν μπορώ να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις που έχω χτίσει για τον εαυτό μου; Μήπως πρόκειται για απεργιακή κινητοποίηση; Οπότε σε αυτό πως μπορώ να απαντήσω; Θα απαντήσω με καταστολή και με ένα χάπι που θα μου επιτρέψει να εκμεταλλευτώ περαιτέρω τον εαυτό μου, να εκμεταλλευτώ περαιτέρω τις δυνάμεις μου χωρίς τέλος; Ή θα δοκιμάσω να απαντήσω στα απεργιακά αιτήματα και ίσως καταφέρω να τα ικανοποιήσω κιόλας; Ίσως χρειάζεται να συνδιαμορφώσουμε έναν κόσμο που θα χρειαζόμαστε να μένουμε περισσότερο στο κρεβάτι από το να ψάχνουμε λόγους, να σηκωνόμαστε τόσο πολύ από το κρεβάτι. Έναν κόσμο με περισσότερες στάσεις, με μεγαλύτερα διαλείμματα. Γιατί έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που δεν θέλουμε να γυρίσουμε στο κρεβάτι. Θέλουμε να κοιμόμαστε ολοένα λιγότερο για να πετύχουμε ολοένα περισσότερα πράγματα.   

NΜ: Μου θυμίζει αυτό που έλεγε ο Λαφάργκ για το δικαίωμα στην τεμπελιά, το οποίο έχει προφανώς χαθεί.

ΒΠ: Το δικαίωμα στην τεμπελιά ήταν επίκαιρο στην εποχή του και παραμένει, αλλά πιστεύω ότι σήμερα πλέον υπερτερεί να μιλήσουμε για το δικαίωμα του να νιώθω χάλια· δηλαδή ότι επιτρέπεται να έχω τις μαύρες μου, επιτρέπεται να μη θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι, να μην έχω όρεξη να δω κανένα και να κάνω τίποτα. Επιτρέπεται να με κατακλύσουν τα συναισθήματα μου. Επιτρέπεται ο ψυχικός πόνος. Επιτρέπεται να πω όχι, επιτρέπεται ανά φάσεις μου να υπάρχω χωρίς να θέλω και χωρίς να μπορώ, επιτρέπεται να υπάρχω και στην αρνητικότητα. Σπεύδουμε όλα αυτά να τα κόψουμε στο μοντάζ. Έχουμε μπει σε μια εποχή απεριόριστων δυνατοτήτων, ασταμάτητου σκρολαρίσματος, που κάπου έχει χαθεί το δικαίωμα στην απραξία, στις δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Σε εκείνα τα απολύτως ανθρώπινα και απολύτως απαραίτητα κομμάτια μας που μόνο μέσα από την αδυναμία, την ανημπόρια, την απομόνωση, την απελπισία μπορούμε να έχουμε πρόσβαση. Ζούμε πλέον σε μια παυσίπονη, παυσίλυπη εποχή που ξορκίζουμε χημικά κάθε υποψία ενόχλησης. Αλλά μήπως εντέλει όλο αυτό μας στερεί την ανθρώπινή μας υπόσταση; Μήπως μας στρατεύει σε έναν κόσμο εξωραϊσμένων εξωφύλλων και ατσαλάκωτων ουράνιων τόξων; Εξοβελίζοντας την ψυχική δυσφορία από το κοινωνικό τοπίο, με ένα τρόπο εξοβελίζουμε και την κοινωνική διαμαρτυρία. Με έναν τρόπο εξασφαλίζουμε την υπακοή. Γιατί άμα αντιλαμβανόμαστε τη δυσφορία μας σαν αρρώστια, σαν κάτι ανεπίτρεπτο από το οποίο οφείλουμε να απαλλαγούμε όπως όπως, πώς θα διαμαρτυρηθούμε; Σε τι θα διαμαρτυρηθούμε; Στην αδιασάλευτη θετικότητα και ευτυχία που υποτιθέμενα θα μας περιβάλλει;

Βασίλης Περιβολάρης - Συνέντευξη

ΑΒ: Ευχαριστούμε πάρα πολύ Βασίλη για τη διάθεσή σου να βοηθήσεις σε αυτό το τεύχος. Θες να μας πεις μερικά λόγια για σένα;

 ΒΠ: Αν και πλέον εργάζομαι ως συστημικός θεραπευτής, έχω υπάρξει στην άλλη πλευρά του τραπεζιού ως πρώην ψυχιατρικός ασθενής και ως επιζών της ψυχιατρικής. Η πρώτη μου ιδιότητα ουσιαστικά από την εφηβεία μου ώς και τη χειραφέτησή μου από την ψυχιατρική βία και κακοποίηση έγινε η διπολική διαταραχή (sic). Ξεκίνησα να μαθαίνω εντατικά για τη διάγνωσή μου, αυταπατώμενος πως έτσι θα ισορροπήσω, και κατέληξα να ασχολούμαι ακτιβιστικά με τα δικαιώματα στον χώρο της ψυχικής υγείας, συν-ιδρύοντας ένα σωματείο για ανθρώπους με διαταραχές διάθεσης (sic) στα 20 μου.