Βασίλης Περιβολάρης
ΒΑΛΣΑΜΟ
Συστημική Ψυχοθεραπεία 
& Κοινωνική Ενδυνάμωση

Σπάζοντας τον κύκλο της ψυχιατρικής βίας και κακοποίησης: ιστορικές, κοινωνιολογικές και θεραπευτικές προκλήσεις

(εισήγηση στη διημερίδα "Συστημική βία: Όψεις και επιπτώσεις στην καθημερινότητα" του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών, 2025)

Ψυχωσική Κρίση

Παγκόσμια ημέρα ψυχικής υγείας σήμερα. Ευχαριστώ για το βήμα και κυρίως για την προθυμία σας να ακούσετε. Με την αφορμή της ψυχιατρικής περιπέτειας δημοφιλούς τραγουδιστή που είδε την πιο ευάλωτη στιγμή του στα μανταλάκια με ως και τις καταθέσεις των συγγενών του στην εισαγγελία σε κοινή θέα, ίσως αναλογιστούμε πως από τον νόμο 2071/1992 που ορίζει τα της αναγκαστικής νοσηλείας δεν εξαιρείται κανείς.

Οι φωνές των επιζώντων της ψυχιατρικής σπάνια βρίσκουν ασφαλή χώρο, κατά κανόνα θεωρούνται “μη έγκυρες”, “μη αντικειμενικές”, “μη αληθινές”. Εξ ορισμού, οι μαρτυρίες των τρελών δεν μπορούν παρά να είναι μαρτυρίες τρέλας. Στον αντίποδα, οι φωνές των φερόμενων ως ειδικών επαγγελματιών ψυχικής υγείας και ιδίως των κλινικών μοιάζουν να μην έχουν τίποτα να αποδείξουν, αυτοδίκαια τοποθετούνται από πάνω και από έξω. Στο απυρόβλητο. Και ας στηρίζεται η ειδημοσύνη τους σε ανεπιβεβαίωτες υποθέσεις βιογενετικών και επιγενετικών δεικτών, σε απορριφθείσες μαντεψιές εγκεφαλικών ανισορροπιών (Moncrieff, 2019).   

Σπάνια βρίσκουν χώρο, αλλά είναι σπάνιες οι περιπτώσεις τους; Κάθε άλλο. Αν και τα επίσημα στατιστικά είναι δυσεύρετα ή ανύπαρκτα, καθημερινά στη χώρα μας υποχρεώνονται σε εγκλεισμό 80 συνάνθρωποί μας σύμφωνα με άρθρο στο Βήμα[1]. Περισσότερες από τις μισές ψυχιατρικές νοσηλείες είναι ακούσιες σε ποσοστό που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνά και το 70% - ποσοστό ρεκόρ σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεδομένων των συνθηκών, για να έχουν όντως λόγο στις ζωές τους οι άνθρωποι με ψυχιατρική εμπειρία και ακόμα περισσότερο για να έχουν όντως ζωές, χρειάζονται να συμβούν θαύματα ή για την ακρίβεια να κάνουν θαύματα οι ίδιοι και οι σύμμαχοί τους. Ακόμα και αν τα καταφέρουν όμως, αναγνωρίζονται χωρίς ουσιαστικά να αναγνωρίζονται. Ως εξαιρέσεις στον βιοϊατρικό κανόνα, ως ήπιες περιπτώσεις, ως θύματα υπερδιάγνωσης που δεν είχαν τίποτα το σοβαρό εξαρχής, ως ωρολογιακές βόμβες που είναι θέμα χρόνου να υποτροπιάσουν. Ακόμα και αν καταφέρουν τη χειραφέτησή τους, παραμένουν υπόλογοι, αποτυγχάνοντας να αποδείξουν την ψυχοπαθολογία τους!   

Φανταστείτε λίγο να σας κατηγορούσε η γιατρός σας πως αποτύχατε να ανταποκριθείτε στην αντιβίωση που σας έδωσε αν παρά τα φάρμακα, χειροτέρευαν τα συμπτώματά σας. Θα  γινόσασταν έξω φρενών μάλλον. Και όμως σε ψυχιατρικό εγχειρίδιο, διαβάζουμε για “ασθενείς που αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στην αντιψυχωσική αγωγή” μετά από “υποτροπή” (Στεφανής, 2021). Ασφαλώς και αν οι ασθενείς αυτοί γίνουν έξω φρενών, το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να επιβεβαιώσουν την παραφροσύνη και την επικινδυνότητά τους. Για την παραφροσύνη και την επικινδυνότητα του ψυχιατρικού συστήματος ούτε λόγος.

[1] https://www.tovima.gr/print/society/sto-psyxiatreio-me-ekav-kai-xoris-xeiropedes/   

Αναμενόμενα, οι φερόμενες ως εξαιρέσεις δεν πυροδοτούν αναστοχασμό επί των ψυχιατρικών αυθαιρεσιών και κακομεταχειρίσεων ούτε και δύνανται να επιφέρουν θεσμικές αλλαγές. Άλλωστε, η οργάνωση των τρελών είναι σχήμα οξύμωρο. Εξού και η κριτική από τα κινήματα εξισώνεται ευθαρσώς με αχαριστία και ανοσογνωσία, ενώ είναι σύνηθες, οι ψυχοκοινωνικές προσεγγίσεις που φωλιάζουν μέσα σε κινηματικές διαδικασίες και που πλέον μετρούν δεκαετίες πίσω τους να λοιδορούνται ότι θεραπεύουν με “αγάπη και αποδοχή” από τους θεματοφύλακες του ψυχιατρικού θεσμού. Αυτά μέχρι πρόσφατα βέβαια, καθώς το παγκόσμιο κίνημα των επιζώντων και (πρώην) χρηστών της ψυχιατρικής κέρδισε μια τεράστια νίκη: τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία[2] που κατέστησε έκνομη την ακούσια νοσηλεία (νόμος 4074/2012). Νίκη που όπως θα δούμε και παρακάτω έχει πολύ δρόμο ακόμα μπροστά της για να πάρει σάρκα και οστά και πρώτα πρέπει να αποκρούσει τις σφοδρές αντεπιθέσεις από το ψυχιατρικό κατεστημένο.

Η προσωπική ιστορία επιβίωσής μου από την ψυχιατρική βία και κακοποίηση καταναλώνεται εκ του αποτελέσματος ως ιστορία επιτυχίας. Άλλωστε, στην εποχή της θετικότητας που όλα τα μπορούμε άμα το θελήσουμε, είναι πασέ να μιλάμε για αρνητικότητες. Ακόμα και ως ιστορία επιτυχίας, όμως, δεν καταφέρνει να ξεκλειδώσει το ακαδημαϊκό άβατο. Απορρίφθηκα, και σίγουρα όχι με ακαδημαϊκά κριτήρια, πρόσφατα από μεταπτυχιακό πρόγραμμα που στο περίγραμμα των μαθημάτων του μιλάει για αποκλεισμό και ένταξη, για κοινωνικό στίγμα και κριτικά κινήματα στον χώρο της ψυχικής υγείας. Από καθέδρας φυσικά. Γιατί οι καθ' ύλην αρμόδιοι να επικοινωνούν, να ερευνούν και να ελέγχουν τη γνώση που προέρχεται από τους κόλπους των κινημάτων δεν είναι άλλοι από τους ιερούς καθηγητάδες και όχι φυσικά τα ίδια τα μέλη αυτών των κινημάτων. Άλλωστε, που πάω χωρίς άδεια ψυχιάτρου να μιλήσω για επιστημική αδικία;[3]

[2] Ψυχική βλάβη ή ψυχική αναπηρία δεν είναι η φερόμενη ως ψυχοπαθολογία αλλά οι κοινωνικοί αποκλεισμοί της ψυχικής δυσφορίας και της ψυχικής ποικιλομορφίας και η ολοένα ανικανότητά μας να σκεφτούμε και να προσεγγίσουμε τον ψυχικό πόνο και την ψυχική διαφορετικότητα έξω από την ιατρική και έξω από τον κοινωνικό έλεγχο.   
[3] Επιστημικές αδικίες είναι οι βλάβες που υφίστανται τα άτομα όταν αδικούνται ως επιστημικοί δρώντες (δηλαδή, στην ικανότητά τους να αποκτούν, να μοιράζονται ή να δημιουργούν γνώση), λόγω αρνητικών στερεοτύπων ταυτότητας (π.χ. σεξισμός, ρατσισμός, νευροκανονικότητα, μισαναπηρισμός κ.λπ.), ή κοινωνικής περιθωριοποίησης (π.χ. έλλειψη συμμετοχικότητας στις δομές εξουσίας) (Gagné-Julien, 2022: 401).   

Πριν 11 χρόνια που διέκοψα τα ψυχοφάρμακα λόγω των παρενεργειών τους ύστερα από 11 χρόνια κατανάλωσής τους και χειροτέρευσε η ήδη κακή τότε ψυχική μου κατάσταση, αποφάσισα να νοσηλευτώ εκούσια σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική χωρίς φάρμακα. Ο διευθυντής της κλινικής δεν μου το επέτρεψε, απαιτώντας να συμμορφωθώ ασυζητητί με την όποια αγωγή θα επέλεγαν εκεί να μου δώσουν και να ενημερωθώ καλύτερα από τον ψυχίατρο που με έβλεπε για την ψυχική διαταραχή μου. Όταν του αντέτεινα τα δικαιώματά μου, μου απάντησε πως “πρώτη φορά ακούει από μένα πως οι ασθενείς έχουν δικαιώματα”. Σε ένα πράγμα είχε δίκιο πάντως. Στο ότι για να βρισκόμουν εκεί, ήμουν σε κατάσταση απελπισίας. Μόνο που η απελπισία μου δεν πήγαζε από την υποτιθέμενη ψυχική μου διαταραχή, αλλά από το γεγονός πως δεν έβρισκα πουθενά υποστήριξη.

Και ο νόμος 5129/2024 που υποτιθέμενα ολοκληρώνει την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, μιλάει για “άτομα που αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην ψυχική τους υγεία” και για “διασφάλιση και ενίσχυση των δικαιωμάτων, της αυτοεκπροσώπησης και της συνηγορίας των ατόμων με ψυχικές διαταραχές”. Πραγματική πρόκληση για την ψυχική μας υγεία είναι να διαβάζουμε τέτοιους νόμους. Κατά τα άλλα, τι ωραία, συμπεριληπτική και καθώς πρέπει ατμόσφαιρα που γινόμαστε όταν ο κυρίαρχος λόγος αφομοιώνει τη γλώσσα των κινημάτων. Στην πράξη, βέβαια, το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας προβλέπει την αναβάθμιση (;) της υφιστάμενης επιτροπής προστασίας των ατόμων με ψυχικές διαταραχές σε δεκαπενταμελή από εφταμελή σύνθεση, εκ των οποίων μόνο το ένα (1) μέλος θα είναι χρήστης υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Ένα στα δεκαπέντε. Και πολύ μας είναι και να τους πούμε και ευχαριστώ.

Από την άλλη, σύμφωνα πάλι με σεβάσμιους καθηγητάδες και ειδικούς, η ψυχιατρική  μεταρρύθμιση με τη λογική της αποϊδρυματοποίησης και της κοινότητας είναι και φενάκη και δυσανάλογα κοστοβόρα. Στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, όπως  ισχυρίζονται, δεν νοιάζονται να θεραπεύσουν. Το ρεκόρ ακούσιων νοσηλειών που κρατάμε εμείς είναι ακριβώς απόδειξη του νοιαξίματος για τους “αρρώστους” μας, γιατί όπως και να το κάνουμε θα υπάρχουν πάντα κάποιοι που θα χρειάζονται να τους κλείσουμε στο άσυλο και μάλιστα μακροχρόνια. Για το καλό τους. Μετά από τέτοιες δηλώσεις, τι να μας πουν τώρα έρευνες για την αποτελεσματικότητα και την οικονομικότητα πρακτικών πλήρους αποϊδρυματοποίησης όπως στην Τεργέστη της Ιταλίας ή στη Λαπωνία της Φινλανδίας, πρακτικές που αναγνωρίζονται ώς και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (2021);

Και εδώ χρειάζεται να κάνω μια διάκριση μεταξύ ψυχιατρικής βίας και κακοποίησης.  Βία είναι προφανώς οι σωματικές πρακτικές, οι τωρινές και αυτές που έχουν καταργηθεί, και που αντί για βασανιστήρια αποκαλούνται “θεραπεία”: οι εγκλεισμοί, οι καθηλώσεις – μηχανικές και χημικές –, οι ζουρλομανδύες, τα λευκά κελιά απομόνωσης, τα ηλεκτροσόκ, τα ινσουλινικό σοκ, το πυρετικό σοκ μέσω της ελονοσίας, τα παγωμένα λουτρά, οι αφαιμάξεις, οι καθάρσεις, οι λοβοτομές και οι λοιπές ψυχοχειρουργικές, τα μαστιγώματα, το ωμό ξύλο (Λέκκα, 2012). Η κακοποίηση, από την άλλη, είναι μια πολύ πιο ύπουλη και εκλεπτυσμένη μορφή βίας, όπου δεν σου ασκούν απλά βία, σε κάνουν να πιστεύεις ότι την αξίζεις και σε κάνουν να την αναζητάς αφού είναι για το καλό σου, τιθασεύοντας τις όποιες ενστικτώδεις ή μη ενστικτώδεις αντιστάσεις μπορεί να έχεις.

“Δεν μπήκες με αξιοπρέπεια, τουλάχιστον βγες με αξιοπρέπεια” μου είπε ο ψυχίατρος προσπαθώντας να με πείσει να επιστρέψω στο ψυχιατρείο όταν το έσκασα. Και δεν το έσκασα ούτε καν για το πως με πήγαν εκεί με χειροπέδες, ούτε για το ότι δεν ήθελα να είμαι δεμένος εκεί. Που φυσικά και δεν ήθελα, αλλά ούτως ή άλλως δεν υπήρχαν και πολλά ασφαλή μέρη για μένα τότε. Το έσκασα γιατί εκεί μέσα το προσωπικό μου έλεγε και έκανε μεγαλύτερες τρέλες από τις υποτιθέμενες τρέλες που έλεγα και έκανα εγώ. Και όμως στο τέλος της ημέρας, εγώ βρισκόμουν δεμένος και εκείνοι γυρνούσαν σπίτια τους.

Αλλά δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον σημερινό κύκλο της ψυχιατρικής βίας και κακοποίησης, χωρίς να ανατρέξουμε στο παρελθόν για να καταλάβουμε ακριβώς πως οι σημερινές πρακτικές δεν είναι ατυχήματα ή παρεκτροπές, αλλά η συνέχεια ενός μακρού καθεστώτος ελέγχου και καταστολής συγχωνευμένου με μια ιατρικοφανή γλώσσα δήθεν περίθαλψης – καθεστώς που μετατρέπει την αντίσταση, τη χειραφέτηση και την κοινωνική αλλαγή σε ασθένεια και εξουδετερώνει την πολιτική ή κοινωνική διάσταση των αιτημάτων. Η ιστορία της ψυχιατρικής είναι από την αρχή της, ιστορία αποκλεισμών, εγκλεισμών και επιβολών, ντυμένων κάθε φορά με τον μανδύα της φιλανθρωπίας, της προστασίας και της επιστήμης (Foucault, 2004).  Ωστόσο, ήδη από τον 19ο αιώνα η ψυχιατρική ιστορία εξελίσσεται απαντώντας σε ευρύτερες κοινωνικές πιέσεις και αλλαγές, ενώ δεν λείπουν οι πρώτες οργανωμένες αντιστάσεις. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τα εξής:

  • Στα 1835, ο Τζέιμς Πρίτσαρντ μιλάει για ηθική τρέλα, δηλαδή τρέλα χωρίς νοητική ανεπάρκεια, τρέλα χωρίς παραλήρημα που αφορά επί της ουσίας σε απείθεια και αμφισβήτηση κοινωνικών κανόνων που δεν εξηγείται αλλιώς.
  • Στα 1845, ιδρύεται η Φιλική Εταιρεία των Φερόμενων ως Παραφρόνων από  μια ομάδα πρώην ψυχιατρικών τροφίμων που αξίωσε ψυχιατρική μεταρρύθμιση όταν «[τ]ο πρόβλημα παρέμενε πώς να εξασφαλιστεί ότι εγκλείονταν οι σωστοί άνθρωποι, και ότι δεν ήταν ξεκάθαρο αν το ιατρικό επάγγελμα ήταν αξιόπιστο να αποφασίζει» (Hervey, 1986: 249).
  • Στα 1850, ο Καρλ Γκροντέκ παραδίδει τη διατριβή “Η δημοκρατική ασθένεια: μια νέα μορφή τρέλας”.
  • Στα 1851, ο Σάμιουέλ Καρτράιτ, υποτιθέμενος ειδικός επί της νέγρικης φυλής, επινοεί δυο διαταραχές για να δικαιολογήσει τη δουλεία και τη βίαιη πειθάρχηση: τη δραπετομανία για τους μαύρους σκλάβους που το σκάγανε και την αιθιοπική δυσαισθησία για να εξισώσει την ανυπακοή με την τεμπελιά.
  • Στα 1869, ο Τζωρτζ Μπέρντ ανακαλύπτει τη νευρασθένεια που εξελίσσεται σε αρρώστια της μόδας, τα συμπτώματα της οποίας συνδέθηκαν με τη νεωτερικότητα, την αστικοποίηση και τον βιομηχανικό ρυθμό εργασίας. Η θεραπεία για τους άνδρες ήταν να κάνουν ένα ταξίδι στο βουνό, ενώ για τις γυναίκες να κλειστούν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.
  • Στα 1876, η Βρετανίδα ακτιβίστρια Λουίζα Λόου διαμαρτυρόταν πως: “Aν ένας ασθενής επιμένει για την ψυχική του υγεία [...] κρίνεται ως ένα συναισθηματικό, ενοχλητικό υποκείμενο και τιμωρείται· αν παίρνει τα πράγματα ήσυχα και κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, όπως στην περίπτωσή μου, κρίνεται ως νοσηρά απαθής” (Brückner, 2021: 100). Η Λόου εγκλείστηκε στο ψυχιατρείο με εντολή του ιερέα συζύγου της για θρησκευτικές και συζυγικές διαφωνίες και διαγνώστηκε με “υποξεία μανία, ανησυχία και διαστροφή των ηθικών αισθημάτων”. Κατά την επίσκεψή του, ένας επίτροπος των φρενοκομείων της είπε: “Συμβουλεύουμε πάντα τις κυρίες να μένουν σιωπηλές”.
  • Στα 1908, ο Γερμανός ακτιβιστής Άντολφ Γκλέκλεν ισχυριζόταν πως “Τα λόγια μου δεν γίνονταν πιστευτά! Όταν παρέμενα ήρεμος και ήσυχος, με θεωρούσαν θλιμμένο, όταν ήθελα να τριγυρνώ, θεωρούμουν ταραγμένος, όταν έδινα εξηγήσεις, είχα ιδεοληψίες, όταν έγραφα γράμματα, είχα συγγραφική μανία, κι όμως, ήμουν υγιής όπως κάθε άλλο άτομο (Brückner, 2021: 104).
  • Στα 1909, ο Κλίφορντ Μπιρς, ψυχιατρικός τρόφιμος ο ίδιος, ιδρύει την Εθνική Επιτροπή Ψυχικής Υγιεινής στις ΗΠΑ για να καταγγείλει πως η βία και η ταπείνωση ως κανόνας εντός των ασυλικών τειχών δεν θεραπεύουν, αλλά επιδεινώνουν την όποια κατάσταση και εμποδίζουν την ανάρρωση.

Ο 20ος αιώνας ξεκινά διαγνωστικά πολλά υποσχόμενος και δίχως αμφιβολία ο διαγνωστικός επεκτατισμός συνεχίζει ακάθεκτος ώς τις μέρες μας με κάθε επόμενη έκδοση του DSM να αυξάνει εκθετικά ο αριθμός των φερόμενων ως ψυχικών διαταραχών (Allen, 2014). Από τις 128 κατηγορίες στο DSM-Ι το 1952 φτάσαμε τις 541 στο DSM-5 το 2022 και ήδη είναι στα σκαριά το DSM-6. Δηλαδή τι; Είναι άχρηστες οι διαγνώσεις; Να τις καταργήσουμε; Και να αφήσουμε στο έλεός τους τους ανθρώπους που υποφέρουν; Δεν έχουμε χρέος να τους βοηθήσουμε ακόμα και αν δεν καταλαβαίνουν ότι χρήζουν βοηθείας; Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα χρειάζεται να προσθέσουμε μαθήματα κριτικής σκέψης, ιστορίας και πολιτικής στις ψ εκπαιδεύσεις. Χωρίς αυτά, το σύστημα ψυχικής υγείας δεν είναι μόνο ανάπηρο, είναι και τυφλό στις στρεβλώσεις του (Ferguson, 2022).

Υπήρξε χρήσιμη η σχιζοφρένεια για τους μαύρους; Η υστερία για τις γυναίκες; Η ομοφυλοφιλία, η διαταραχή ταυτότητας φύλου, η δυσφορία γένους για τα ΛΟΑΤΚΙ+; Η ελλειμματική προσοχή και υπερκινητικότητα, η εναντιωματική προκλητική διαταραχή, η διαταραχή διαγωγής για τα παιδιά και τους εφήβους; Τα φάσματα διαταραχών, οι μη προσδιοριζόμενες αλλιώς διαταραχές και η ολοένα ελαστικοποίηση των διαγνωστικών κριτηρίων για ολόκληρο τον πληθυσμό (βλ. ήπια ψύχωση, διαταραχή παρατεταμένου πένθους κοκ); (Greenberg, 2023)

Αν είναι ένα ιατρικό ζήτημα οι διαγνώσεις, τότε προς τι οι κοινωνικοί αγώνες; Για τη φυλή, ο κύβος ερρίφθη: “είναι μια κοινωνική, και όχι βιολογική, κατασκευή”, καθιστώντας τον ρατσισμό ως την κατ’ εξοχήν “ασθένεια” έστω και στα χαρτιά (DSM-5-TR, 2022: 18). Γιατί όμως μια τέτοια δήλωση σε ένα διαγνωστικό – “ιατρικό”  εγχειρίδιο; Υπό την πίεση του κινήματος Black lives matter το 2020, το 2021 και η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία και η Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία εξέδωσαν απολογητικές ανακοινώσεις για την υποστήριξή τους στον δομικό ρατσισμό όσον αφορά τους έγχρωμους και τους ιθαγενείς.[4] Συγγνώμη που δεν έγινε ασφαλώς δεκτή από την Ένωση των Μαύρων Ψυχολόγων, γιατί όπως γράφουν “ο λευκός άνθρωπος θα προσπαθήσει να μας ικανοποιήσει με συμβολικές νίκες παρά με οικονομική ισότητα και πραγματική δικαιοσύνη”.[5]

[ 4] https://www.psychiatry.org/news-room/apa-apology-for-its-support-of-structural-racism, https://www.apa.org/news/press/releases/2021/10/apology-systemic-racism  
[5] https://abpsi.org/official-statement-the-apa-apology-unacceptable/  


Για το φύλο, η βιολογία και η ατομική ευθύνη παραμένουν στο επίκεντρο, αφού δεν είναι παρά “αποτέλεσμα των αναπαραγωγικών οργάνων και της ατομικής αυτο-παρουσίασης” (DSM-5-TR, 2022: 20). Το 1937, ο ψυχίατρος Μπέντζαμιν Κάρπμαν ισχυριζόταν πως “τα προβλήματα της ψυχιατρικής δεν θα λυθούν μέχρι να λύσουμε το πρόβλημα της ομοφυλοφιλίας” (Rosario, 2012: 41). Το 2024, η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία εξέδωσε μια λιτή ανακοίνωση – άνευ συγγνώμης – για να μας ενημερώσει πως “η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί ψυχική νόσο”.[6] Γιάννης πίνει, Γιάννης κερνάει.

[6] https://psych.gr/deltio-typoy-tis-ellinikis-psychiatrikis-etaireias-2/  

Ας φανταστούμε να αλλάζουν οι συσχετισμοί δυνάμεων και πως οι ειδικοί-από-εμπειρία αποκτούν διαγνωστική ισχύ έναντι της κυρίαρχης ψυχιατρικής. Συστηματική υπερεκτίμηση ορισμένων ερευνητικών δεδομένων βιογενετικού χαρακτήρα, σκόπιμη αποσιώπηση - απόκρυψη άφθονων άλλων που δεν επιβεβαιώνουν τα προηγούμενα, κατά βούληση μετονομασία, απόσυρση και πολλαπλασιασμός των νοσολογικών κατηγοριών. Διαταραχή παθολογικής ετικετοποίησης; Και ποιο θα ήταν το θεραπευτικό πλάνο σε μια τέτοια περίπτωση;

Αν “η κλινικά σημαντική δυσφορία ή έκπτωση της κοινωνικής ή επαγγελματικής ή άλλων σημαντικών περιοχών της λειτουργικότητας” συνιστά το “διαγνωστικό κατώφλι” τότε γιατί να μην ονομαστούν “ψυχικές διαταραχές” και η φτώχεια και η ανεργία; Σάμπως λείπουν οι βιολογικές θεωρίες που τις εξηγούν ή δεν παράγουν αρκετά "ψυχοπαθολογικά" συμπτώματα; Άλλωστε, δεν είμαστε φτωχοί, αισθανόμαστε φτωχοί όπως μας ενημερώνουν από την κυβέρνηση.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (2021: xx-xxi): "Όσο καλές και αν είναι οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας που παρέχονται, από μόνες τους είναι ανεπαρκείς να υποστηρίξουν τις ανάγκες όλων των ανθρώπων, ιδίως όσων ζουν σε συνθήκες φτώχειας ή χωρίς στέγη, μόρφωση και τρόπους να έχουν εισόδημα. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να εξασφαλίσουμε ότι οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας και οι κοινωνικές υπηρεσίες εμπλέκονται και συνεργάζονται κατά έναν πολύ πρακτικό και ουσιαστικό τρόπο για να παρέχουν ολιστική υποστήριξη. [...] Οι τρέχουσες πρακτικές σε όλα τα μέρη του κόσμου, παρόλα αυτά, τοποθετούν τα ψυχοτρόπα φάρμακα στο κέντρο των θεραπευτικών αποκρίσεων, ενώ οι ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις, οι ψυχολογικές παρεμβάσεις και η υποστήριξη μεταξύ ομοτίμων χρειάζεται επίσης να διερευνηθούν και να προσφερθούν σε ένα πλαίσιο που εστιάζει στα πρόσωπα, στην ανάρρωση και στα ανθρώπινα δικαιώματα”.

Δυστυχώς, οι επιβαρυντικές παρενέργειες που προκύπτουν από τις ιατρικές παρεμβάσεις συχνά παραβλέπονται, οι βλάβες που σχετίζονται με πολυάριθμα ψυχοτρόπα φάρμακα έχουν υποτιμηθεί και τα οφέλη τους υπερτονίστηκαν στη δημοσιευμένη βιβλιογραφία. Ως εκ τούτου, η πιθανότητα υπερδιάγνωσης και υπερθεραπείας πρέπει να θεωρηθεί ως μια πιθανή ιατρογενής επίπτωση των τρεχουσών παγκόσμιων προσπαθειών για την αύξηση της πρόσβασης στη θεραπεία. “Μας έχουν πουλήσει έναν μύθο ότι οι καλύτερες λύσεις για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ψυχικής υγείας είναι τα φάρμακα και άλλες βιοϊατρικές παρεμβάσεις” λέει ο Ντέινιους Πούρας, πρώην ειδικός εισηγητής στον ΟΗΕ για το δικαίωμα στην υγεία (2017).

'Οσο και αν έχουν υπάρξει και υπάρχουν εναλλακτικές, όσο και αν έχουν μελετηθεί και μελετούνται, είναι σαν το βάρος της απόδειξης να πέφτει αποκλειστικά σε αυτές. Σαν η ψυχιατρική να έχει τεκμηριώσει και να τεκμηριώνει πέρα από κάθε αμφιβολία τον δρόμο της, σαν να μη στηρίζεται σε ανεπιβεβαίωτες υποθέσεις που θα αποδειχθούν στο μέλλον. Αν δεν είναι αυτό τζογάρισμα πάνω σε ξένες πλάτες, τότε τι είναι; Ωστόσο, δεν ζητάμε εχέγγυα από την ψυχιατρική, αλλά τα θεωρούμε αυτονόητα. Δεν ζητάμε τον λόγο μπρος στις ατελείωτες αποτυχίες και αυθαιρεσίες της, αλλά απαιτούμε απαντήσεις σε όλα από “αντιπολιτευτικούς” τρόπους προσέγγισης. Η ψυχιατρική δεν μένει απλά θεσμικά στο απυρόβλητο, νομιμοποιούνται τα τέρατά της, τιμώνται και επιβραβεύονται οι συχνότατα επιβλαβείς προσπάθειές της. Από την άλλη, τα εναλλακτικά εγχειρήματα λοιδορούνται ασχέτως αποτελεσματικότητας και αναμένουμε από αυτά πλήρη επιχειρησιακά πλάνα μέχρι κεραίας.

Αντίστοιχα, άνθρωποι με ψυχιατρική εμπειρία όχι μόνο απαγορεύεται να σκεφτούμε και να πράξουμε χειραφετητικά, προσδοκάται από εμάς να πάρουμε τέλειες και οριστικές αποφάσεις και να τα κάνουμε όλα σωστά και μάλιστα με αυστηρά χρονοδιαγράμματα. Σε διαφορετική περίπτωση, αν είμαστε απλά άνθρωποι με αδυναμίες όπως όλοι, αυτές δεν συγχωρούνται και αυταπόδεικτα και τιμωρητικά μιλάμε για υποτροπή. "Κάθε φορά που δεν είσαι καλά, μας επιτίθεσαι!” μου λέγανε κάποτε πατώντας στη διάγνωσή μου όταν προσπαθούσα να οριοθετηθώ στις σχέσεις μου. Ζωές υπό κηδεμονία, ζωές “yes, sir!” για το καλό μας. Η θεσμική βία και καταπίεση που έχουμε υποστεί δεν μας καθιστά άξιους αποζημίωσης, αλλά υπόλογους να αποδείξουμε ότι αξίζουμε τη μη βία. Αν η ψυχιατρική δικαιούται ατελείωτες φαρμακευτικές ρυθμίσεις, ακόμα και διαγνωστικές επανατοποθετήσεις ασφαλώς με το αζημίωτο, οι άλλοι δρόμοι και οι άνθρωποι που τους επιλέγουν, γιατί να μην έχουν το περιθώριο αστοχιών και επανυπολογισμών και γιατί να μη χαίρουν επιχορηγήσεων;

Στο τέλος της διάγνωσης που στηρίζεται στην υποτιθέμενα εξειδικευμένη αποτελεσματικότητα των ψυχοφαρμάκων, μια ολόκληρη ζωή αυθαίρετα στριμώχνεται στο φωτογραφικό καρέ της ταξινόμησης. Η διαγνωστική συνέντευξη δεν συνιστά παρά ανάκριση εκμαίευσης μιας προτετελεσμένης αλήθειας, που ακυρώνει την “αθωότητα μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου”. Και δεν πρόκειται για το αν η ντομάτα ανήκει στα φρούτα ή στα λαχανικά, αλλά για ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή στο βασίλειο των μη κανονικών. Προκλητικά, η μόνη ρωγμή που θεσμικά επιτρέπεται σε αυτήν την αμετάκλητη ετικετοποίηση είναι η τροποποίηση της υφιστάμενης διάγνωσης από μια άλλη. Και αυτό το προβλεπόμενο περιθώριο μετακίνησης δεν δρα ακυρωτικά και απαξιωτικά της διαδικασίας, μα ως απόδειξη  της εξέλιξης της “ψυχοπαθολογίας” και ως επίτευξη μεγαλύτερης διείσδυσης στην κρυψίνοια των “πασχόντων”.

Χωρίς διαγνώσεις δεν σημαίνει ότι θα ζήσουμε χωρίς ορισμούς και χωρίς κανόνες. Μα ότι αυτοί οι ορισμοί και αυτοί οι κανόνες θα συνυπολογίζουν την ιστορικότητα, τις υλικές συνθήκες, την κουλτούρα, τις προσωπικές ιδιαιτερότητες, τις διαπροσωπικές σχέσεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν θα μιλάνε οι από-πάνω για τους από-κάτω ούτε θα αξιολογούνται από-έξω τα από-μέσα. Άροντας τα εξουσιαστικά στεγανά μεταξύ φροντιστών και φροντιζόμενων, θα μιλάμε δίπλα-δίπλα οι άνθρωποι. Θα συνδιαμορφώνουμε ισότιμα την υπέρβαση μιας ευάλωτης στιγμής, εστιάζοντας στην καθολικότητα, στην προσωρινότητα και στη χρησιμότητα της ψυχικής δυσφορίας. Θα δρούμε ενδυναμωτικά από κοινού, διερευνώντας ανοιχτά δυνατότητες έμπλοες νοήματος και όχι επιβάλλοντας αστήρικτους μονόδρομους όπως τώρα. Και έτσι, από το χρέος του λογικού ανθρώπου (μετεξέλιξη του “χρέους του λευκού ανθρώπου”) θα μπορέσουμε να αφαιρέσουμε τη λογική και να προσθέσουμε την αλληλεγγύη. Όχι ως ευεργέτες και αφ' υψηλού. Ως συνοδοιπόροι που σήμερα εσύ, αύριο εγώ.

Άνθρωποι που έχουμε επιζήσει του ψυχιατρικού συστήματος δεν αρχίσαμε να μιλάμε μόνο για λογαριασμό μας, αρχίσαμε να οργανωνόμαστε σε παγκόσμια κλίμακα. Το αίτημά μας απλό αλλά επαναστατικό: “Τίποτα για εμάς χωρίς εμάς”. Και ας χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες μέχρι να αποκτήσει νομική υπόσταση – τώρα που την απέκτησε, το αίτημα αυτό αλλάζει τα πάντα. Γιατί μέσα από αυτή τη μακρά ιστορία αντίστασης, γεννήθηκε η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (CRPD). Μια σύμβαση που, για πρώτη φορά, αναγνώρισε ρητά πως η ακούσια νοσηλεία, η αναγκαστική θεραπεία, οι περιορισμοί και οι θεσμικοί εγκλεισμοί δεν αποτελούν “ιατρική φροντίδα” αλλά παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν ήταν προϊόν φιλανθρωπίας αλλά κατάκτηση αγώνων. Αγώνων ανθρώπων που έχουμε δεθεί, φαρμακωθεί, φιμωθεί και όμως βρήκαμε τη δύναμη να πούμε “ως εδώ” (WNUSP, 2008· ENUSP, 2019).

Η CRPD ήρθε να αντιστρέψει μια ολόκληρη παράδοση αιώνων που αντιμετώπιζε την ψυχική διαφορά ως ιατρικό πρόβλημα και τον ψυχικά πάσχοντα ως αντικείμενο φροντίδας – ή πιο σωστά, αντικείμενο διαχείρισης. Για πρώτη φορά, η διεθνής κοινότητα αναγνώρισε ότι τα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία δεν είναι ασθενείς, αλλά πολίτες με πλήρη νομική ικανότητα, με δικαίωμα να αποφασίζουν για τη ζωή, τη θεραπεία, το σώμα και το μέλλον τους.

Στα άρθρα 12, 14, 17 και 19, η Σύμβαση καταγράφει με νομική σαφήνεια ότι: 

- η αναπηρία δεν αίρει την ικανότητα του προσώπου για δικαιοπραξία, 
- η ελευθερία και η ασφάλεια του ατόμου δεν μπορεί να περιορίζονται λόγω διάγνωσης, 
- κανείς δεν μπορεί να υποβληθεί σε ιατρική πράξη χωρίς τη συναίνεσή του, 
- και ότι η κοινότητα, όχι το ίδρυμα, αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του ανθρώπου. 

Ακούγεται αυτονόητο, αλλά ποτέ δεν ήταν.

Η CRPD δεν είναι απλώς ένα νομικό κείμενο. Είναι μια πολιτισμική μετατόπιση: από τη λογική της προστασίας στη λογική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από την κηδεμονία στην αυτοδιάθεση, από τη φιλανθρωπία στην ισοτιμία. Και ακριβώς γι’ αυτό, δεν έγινε ποτέ πραγματικά αποδεκτή από το ψυχιατρικό κατεστημένο. Από τη στιγμή της υιοθέτησής της το 2006, βρέθηκε στο στόχαστρο: προβλήθηκε ως “ουτοπική”, “επικίνδυνη”, “μη ρεαλιστική”, ακόμη και “αντιεπιστημονική”. Εξάλλου, αν δεν θα είναι οι ψ επαγγελματίες παντοδύναμοι προστάτες και παντογνώστες των ψυχικά πασχόντων, τότε τι ρόλο θα έχουν; Επιτροπές επαγγελματιών ψυχικής υγείας σε διάφορες χώρες – και στη δική μας – επιχείρησαν να την αποδυναμώσουν, μεταφράζοντάς την κατά το δοκούν: όχι ως ριζική ανατροπή αλλά ως καλοπροαίρετη κατευθυντήρια γραμμή.

H ψυχιατρική βιομηχανία υιοθετεί ολοένα τη γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να συνεχίσει ακριβώς αυτό που έκανε πριν στις καμπάνιες κατά του στίγματος, απλώς με καλύτερο μάρκετινγκ. Έτσι, σήμερα βλέπουμε κυβερνήσεις και θεσμούς να επικαλούνται τη CRPD ενώ, στην πράξη, συνεχίζουν υφιστάμενες μορφές ακούσιας παρέμβασης: 
- “υποστηριζόμενη λήψη αποφάσεων” που καταλήγει σε υποκατάσταση βούλησης, 
- “κοινότητες φροντίδας” που λειτουργούν ως ανοιχτά άσυλα, 
- “προστατευόμενη διαβίωση” που σημαίνει έλεγχος της καθημερινότητας. 

Η βία άλλαξε λεξιλόγιο, όχι ουσία. Σύμφωνα και με τον νόμο 5023/2023, πλέον δεν είμαστε “πάσχοντες” αλλά “πρόσωπα” και ως εκ τούτου, “δεν πάσχουμε” από ψυχικές διαταραχές, “έχουμε” ψυχικές διαταραχές. Ίσως πλησιάζει ο νόμος που θα λέει πως η ψυχική διαταραχή είναι μια κοινωνική κατασκευή και όχι, δεν είναι σαν να έχεις διαβήτη.

Η ιατρικοποίηση θα ήταν απλά ίσως ένα φιλοσοφικό ντιμπέιτ, αν δεν ήταν πολλά – πάρα πολλά – τα λεφτά. “Μέχρι το 2002, τα συνδυασμένα κέρδη για τις δέκα κορυφαίες εταιρείες φαρμάκου στο Fortune 500 (λίστα των 500 Αμερικάνικων επιχειρήσεων με τα υψηλότερα μεικτά κέρδη) είχαν υπερβεί τα κέρδη των υπόλοιπων 490 μαζί” (Bentall, 2010: 198). Επιπλέον, έρευνες δείχνουν τους οικονομικούς δεσμούς των μελών των επιτροπών του DSM με τη φαρμακοβιομηχανία (Cosgrove et al, 2006· Cosgrove & Krimsky, 2012). Αυτό στο ένα χωριό μου το λένε σύγκρουση συμφερόντων και στο άλλο καρτέλ. Ένα άλλο αποκαλυπτικό παράδειγμα ιατρικοποίησης στον βωμό του κέρδους αφορά στην αυτοκτονικότητα. Στο συνέδριο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας του 2024 προτάθηκαν 4 αυτόνομες διαταραχές: η διαταραχή αυτοκτονικής συμπεριφοράς, το σύνδρομο αυτοκτονικής κρίσης, η διαταραχή οξείας αυτοκτονικής συναισθηματικής ενόχλησης και η μη αυτοκτονική διαταραχή αυτοτραυματισμού[7]. Γιατί; Η Μαρία Οκέντο, πρόεδρος της μελλοντικής στρατηγικής επιτροπής για το DSM-6, και οι συνεργάτες της (2024) βρήκαν πως σχεδόν το 20% των ανθρώπων που αποπειρώνται να αυτοκτονήσουν δεν πληρούν τα κριτήρια οποιασδήποτε ψυχικής διαταραχής. Χάνουνε πελάτες εν ολίγοις. Μπορεί η αυτοκτονικότητα να μην είναι “ψυχοπαθολογία”; Το χωράει αυτό ο ψυχιατρικοποιημένος ορθολογισμός μας;

 [7] https://www.medscape.com/viewarticle/apa-unveils-early-plans-next-dsm-2025a1000eu1?form=fpf  

Και αν η CRPD σηματοδότησε ένα παγκόσμιο ρήγμα, στη χώρα μας το ρήγμα αυτό παραμένει σχεδόν σιωπηλό. Ο νόμος 5129/2024, που παρουσιάστηκε ως “ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης”, αποδεικνύει ακριβώς αυτή την αμφιθυμία: μιλάει για δικαιώματα, αυτοεκπροσώπηση, ένταξη και κοινότητα, αλλά συνεχίζει να θεμελιώνει την ακούσια νοσηλεία ως πυρήνα του συστήματος. Και πρέπει να καταλάβουμε ότι όσο υφίσταται η δυνατότητα της ακούσιας νοσηλείας, κάθε ψυχιατρική θεραπεία είναι δυνητικά ακούσια.

Και όμως, η CRPD συνεχίζει να αποτελεί το πιο ριζοσπαστικό εργαλείο χειραφέτησης που διαθέτουμε. Όχι γιατί εγγυάται δικαιώματα από μόνη της, αλλά γιατί αναγνωρίζει ποιος είναι ο φορέας τους. Δεν είναι οι ειδικοί, ούτε οι συγγενείς, ούτε το κράτος που αποφασίζει για το “καλό” του ανθρώπου. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, στο πλαίσιο των σχέσεων και των υποστηρίξεων που ο ίδιος επιλέγει. Η αποϊδρυματοποίηση, η αυτοεκπροσώπηση, η αλληλοβοήθεια, η κοινότητα δεν είναι πια ουτοπίες. Είναι δεσμεύσεις κρατών. Το αν θα παραμείνουν νεκρό γράμμα ή θα γίνουν βίωμα, εξαρτάται από εμάς: από τη δύναμη των κινημάτων, των συνοδών, των επαγγελματιών που αρνούνται να υπηρετούν τη βία στο όνομα της φροντίδας.

Μέσα σε αυτό το τοπίο, η φωνή των επιζώντων και των συνοδών παραμένει η πιο ριζοσπαστική μορφή πράξης. Γιατί δεν διεκδικεί απλώς καλύτερες υπηρεσίες ή περισσότερα κονδύλια· διεκδικεί άλλο νόημα για τη φροντίδα, άλλη σχέση με την ευαλωτότητα (Rapley, Moncrieff & Dillon, 2022). Δεν παρεμβαίνει, συνοδεύει. Δεν θεραπεύει γνωρίζοντας εκ των προτέρων, συμμετέχει συνδιαμορφώνοντας κατά τη διάρκεια. Δεν διορθώνει, συν-κινδυνεύει. Αυτό είναι ίσως το βαθύτερο πολιτικό διακύβευμα της εποχής μας – να πάψουμε να αναζητούμε κανονικότητα εκεί όπου οφείλουμε δικαιοσύνη και ελευθερία επιλογών.

Σπάζοντας τον κύκλο της ψυχιατρικής βίας, δεν επιστρέφουμε απλώς στην ελευθερία, αλλά περισσότερο στο κατά πόσο ο κοινωνικός μας δεσμός παράγει ζωές αξιοβίωτες και για ποιους.  Επιστρέφουμε εκεί όπου ο πόνος δεν είναι σύμπτωμα, αλλά λόγος (Leader, 2020). Η διαφορετικότητα δεν είναι διάγνωση, αλλά δυνατότητα. Η φροντίδα δεν είναι θεραπευτική τεχνική, αλλά σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους. Και εκεί ίσως αρχίσει η αληθινή ψυχιατρική μεταρρύθμιση· όχι στους νόμους, αλλά στις συναντήσεις. Όχι στα ψυχιατρεία, αλλά μεταξύ μας.           

Ευχαριστώ για τον χρόνο σας!

Βιβλιογραφία