Στις ίδιες ακριβώς παρατηρήσεις που ο Kraepilin απελπίζεται και βλέπει μόνο σημεία μιας νόσου, ο Laing βλέπει σημεία μιας καταπιεστικής σχέσης γιατρού και ασθενούς και επισημαίνει πως το να βλέπει κανείς σημεία μιας νόσου δεν σημαίνει ότι βλέπει ουδέτερα και αντικειμενικά. Όπως δεν είναι ουδέτερο και αθώο το να βλέπει κανείς το χαμόγελο σαν συστολή του στοματικού σφιγκτήρα...
Ο Gregor Samsa, ένας περιοδεύων πωλητής που στηρίζει οικονομικά την οικογένειά του, μετά από δέκα χρόνια συνεχούς επανάληψης της ίδιας καθημερινής ρουτίνας, ξυπνά ένα πρωί και διαπιστώνει τι; Ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο και αποκρουστικό παρασιτικό ζωύφιο. Παρά την απρόσμενη εξέλιξη, τη μάλλον τρομαχτική θα σκεφτόταν κανείς, αρχικά ανησυχεί περισσότερο για το ότι θα αργήσει στη δουλειά... ή αντίστοιχα αντι-πρότυπο για τους ίδιους λόγους, και που δεν κρατά σχεδόν τίποτα για τον εαυτό του πέρα από τις ενοχές του, που δεν έχει φίλους και προσωπική ζωή, που δεν έχει όνειρα, που σχεδόν δεν έχει προσωπικά αντικείμενα.
Μακριά από επαναστατικά μανιφέστα και μεγαλόσχημες δηλώσεις, ο Franz Kafka, με τη μεταμόρφωση του ήρωά του, δίνει αλληγορικά σάρκα και οστά στην ίδια την αλλοτρίωση, εμπραγματώνοντας κυριολεκτικά τα συμβολικά, τα υποτιθέμενα μη πραγματικά περιεχόμενα της ψύχωσης που συστηματικά παράγουν ή για να το πω προκλητικά που θα έπρεπε να παράγουν οι ζωές μας. Όπως αρκετά ανθεκτικός φαντάζει ο ελληνικός λαός στα μάτια του πρωθυπουργού μας που βραβεύτηκε για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας που όλοι βιώνουμε πόσο επιδόσεις είναι, ο Samsa, από τη σκοπιά των απ' έξω, ήταν καλά προσαρμοσμένος και ανθεκτικός μέχρι η βία της κανονικότητας να γεννήσει τέρατα. Εξού και η μεταμόρφωσή του δεν είναι ένα αποτρόπαιο κακό από το πουθενά. Είναι ωμή υπαρξιακή ακρίβεια. Ο Kafka μάς αναγκάζει να δούμε ως φρίκη αυτό που ήδη ανεχόμασταν ως φυσιολογικό.
Όπου καλός υπάλληλος, βάλτε ό,τι θέλετε. Καλός καιρός, καλό σαλόνι, καλή επιστήμη, η καλή πλευρά μας, καλό παιδί, καλή κόρη, καλή νοικοκυρά, καλός οικογενειάρχης, καλή φίλη, καλός άνθρωπος, καλή μαθήτρια, καλός σύντροφος, καλός πολίτης, καλός ασθενής, καλή θεραπεύτρια, καλός μαλάκας... Όλοι αυτοί οι ρόλοι είναι επενδυμένοι με τόσες κοινωνικές προσδοκίες και βάρη αλλά χωρίς ολοένα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας. Σάμπως και τι χρειάζεται κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας; Αφού όπως μας ενημέρωσαν προσφάτως εκ της κυβερνήσεως: όποιος δεν προσαρμόζεται, πεθαίνει. Σε κοινωνίες που περνούν απανωτά τη μια συλλογική κρίση πριν προλάβουν να συνέλθουν από την προηγούμενη αυτό που ακριβώς με εντυπωσιάζει είναι όχι φυσικά γιατί κρισάρουμε, αλλά πώς και δεν κρισάρουμε συχνότερα έως και πώς δεν κρισάρουμε μόνιμα. Αυτή τη μόνιμη κρίση φαίνεται πως έρχεται να εξαργυρώσει η νεοφιλελεύθερη διόγκωση και ελαστικοποίηση των διαγνωστικών κριτηρίων (βλέπε π.χ. ήπια ψύχωση) στον βαθμό που ο αυξανόμενος επιπολασμός των φερόμενων ως ψυχικών διαταραχών καθιστά την υγεία ως απόκλιση πλάι στον κανόνα των διεγνωσμένων ή δυνάμει διεγνωσμένων.
Το ερώτημα πώς μένουν τα πράγματα ίδια και πώς αλλάζουν είναι αυτό που ουσιαστικά γέννησε τις κοινωνικές επιστήμες. Με έμφαση, παραδόξως, στο πρώτο σκέλος για να επέλθει το δεύτερο. Μα ο μόνος τρόπος να απελευθερωθούμε από την τιθασευμένη αποξένωσή μας, έρχεται να μας πει ο Kafka, είναι να αποκαλυφθούμε και να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Και ίσως τότε να μεταμορφωθούμε πραγματικά. Και εδώ προκύπτει το ερώτημα. Μεταμόρφωση είναι το παρασιτικό ζωύφιο (βλέπε σύμπτωμα και ενόχληση που επιφέρει) ή η προϋπάρχουσα αλλοτρίωση (βλέπε επικοινωνιακά μοτίβα που απαντούν ίσως σε μια έκτακτη συνθήκη αλλά καταλήγουν σε μια αρρωστημένη κανονικότητα); Σε τι καλούμαστε, όταν καλούμαστε, να βοηθήσουμε; Ας μη γελιόμαστε: αυτό δεν είναι ένα ιατρικό ή ένα ψυχοθεραπευτικό ερώτημα αλλά ένα βαθύτατα πολιτικό και υπαρξιακό.
Ο γερμανικός όρος, που χρησιμοποίησε επίτηδες ο Kafka, φέρει μια απροσδιοριστία που δεν έγινε ανεκτή, όπως δεν γίνεται ανεκτό το μεταβατικό, το ασχημάτιστο στις ψυχωσικές διαδικασίες. Το παρασιτικό ζωύφιο διαγνώστηκε μεταφραστική και εκδοτική αδεία σε κατσαρίδα και ο αποδιοργανωμένος λόγος όταν δεν εκφωνείται από αρχηγούς κρατών για παράδειγμα βαφτίζεται σχιζοφρένεια. Tο 2002 η διακεκριμένη Αμερικανίδα ψυχίατρος Nancy Andreasen ισχυριζόταν πως “η σχιζοφρένεια είναι ίσως η πιο εφιαλτική και καταραμένη από όλες τις ψυχικές διαταραχές”. Παλιότερα, το 1937 ο ομοεθνής της ψυχίατρος Benjamin Karpman απερίφραστα δήλωνε πως “τα προβλήματα της ψυχιατρικής δεν θα λυθούν μέχρι να λύσουμε το πρόβλημα της ομοφυλοφιλίας”. Από ποια επιστημονικά δεδομένα προκύπτουν τέτοιες δηλώσεις και τι αντίκτυπο έχουν σε όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα με το σύστημα ψυχικής υγείας;
Πρώτα απ' όλα, ας ακούσουμε τις λέξεις σύμφωνα και με την προειδοποίηση του Thomas Szasz ότι “ο πόλεμος για τον έλεγχο του κόσμου είναι πόλεμος ορισμών”. Συνοδεύω σημαίνει βρίσκομαι μαζί, πηγαίνω μαζί, κάνω μαζί, ακολουθώ και συντονίζω το βήμα μου. Παρεμβαίνω σημαίνει είτε εμπλέκομαι ενεργά σε μια διαδικασία με σκοπό να την αλλάξω και να αποκαταστήσω μια κατάσταση είτε ανακατεύομαι σε υποθέσεις που συνήθως δεν με αφορούν. Και ψύχωση σημαίνει τι άλλο πέρα από την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα. Ποια πραγματικότητα όμως; Των 4 διαστάσεων που γνωρίζουμε και αντιλαμβανόμαστε ή των 27 που έχουν φτάσει να ερευνούν ορισμένοι θεωρητικοί φυσικοί; Της εμπρόθετης επιλογής που αποκλείει ή αναβάλλει κάθε άλλο σενάριο ή της κβαντικής επιλογής που οδηγεί σεάπειρη διακλάδωση, όπου και πραγματώνεται κάθε δυνατό ενδεχόμενο; Ή μήπως ζούμε σε μια εικονική πραγματικότητα, σε μια προσομοίωση υπολογιστή όπως λένε κάποιοι άλλοι;
Όταν ένα άτομο βρίσκεται εν μέσω μιας ψυχωσικής εμπειρίας, συχνά περιγράφει τον κόσμο όχι όπως είναι “εκεί έξω”, αλλά όπως θα μπορούσε να είναι. Οι γραμμικές αιτίες θολώνουν, τα σημαινόμενα ρευστοποιούνται, ο χρόνος συστρέφεται, τα νοήματα διακλαδώνονται. Εμπειρίες που το κανονιστικό φαντασιακό ονομάζει παραλήρημα, σύγχυση, αποπροσανατολισμό, ενδέχεται να μοιάζουν ύποπτα... κβαντικές. Μην και η ψύχωση είναι μια μορφή κβαντικής σκέψης, ένας εναλλακτικός τρόπος πλοήγησης στο πολυσύμπαν; Μια φωνή ενός κόσμου που δεν χωρά στην τυπική πραγματικότητα και κραυγάζει για παραδειγματική ρήξη όπως θα έλεγε ο Thomas Kuhn; Γιατί να είναι η ψύχωση διαταραχή λοιπόν και όχι δική μας αδυναμία να αντιληφθούμε αυτό που ακούνε ή βλέπουν ή σκέφτονται ή νιώθουν;
Αντί της ακύρωσης του παραληρήματος ως μη πραγματικού, η αφοσιωμένη παρουσία δημιουργεί όντως τις προϋποθέσεις να συνομιλήσουμε κανονικότατα με αυτό. Αντί να απορρίψουμε τις εμπειρίες αυτές ως παθολογικές, οφείλουμε να σταθούμε με περιέργεια, ειλικρίνεια, σεβασμό και θαυμασμό απέναντί τους. Οφείλουμε να ρωτήσουμε τι θέλουν να μας πουν και κυρίως τι θέλουμε να ακούμε; Αρκεί να θέλουμε να συνδεθούμε όπως είναι ο Άλλος και όχι όπως θα έπρεπε να είναι, όπως μας βολεύει να είναι. Τότε θα μπορούμε να ρωτήσουμε όχι “τι φταίει;” αλλά “πώς είμαστε εδώ μαζί;” και αυτό που θα μείνει δεν θα είναι η απαίτηση της φυσιολογικότητας αλλά το πως φερθήκαμε η μία στον άλλον.
Δυστυχώς, οι κοινωνικές επιστήμες αντί να εμπνέουν και να πρωτοστατούν, συνεχίζουν να έπονται ασθμαίνοντας των υποθέσεων εργασίας και των συμπερασμάτων των φυσικών επιστημών. Ας μην ξεχνάμε πως και η συστημική θεραπεία έτσι ξεπήδησε. Εξού και εξακολουθούμε κατά κόρον να επιμένουμε στο πεδίο της ψυχικής υγείας σε μεθοδολογίες κλινικής ακρίβειας και μετρήσιμηςαποτελεσματικότητας, ακόμα και όταν δεν ταιριάζουν σε πολυσύνθετα και δαιδαλώδη ανθρώπινα συστήματα. Άραγε πόσες αποτυχίες και πόσα αδιέξοδα του κυρίαρχου μοντέλου χρειαζόμαστε για να αντιτάξουμε ένα άλλο παράδειγμα αλληλέγγυας πλην οριοθετημένης σχέσης και ανοιχτού πλην στοχευμένου διαλόγου; Τι χρειάζεται για να περάσουμε από τη διόρθωση μιας φανταστικής βλάβης από μια υπεροπτική θέση στην αμοιβαία φροντίδα στη βάση μιας κοινής μοίρας όπου σήμερα εσύ, αύριο ίσως εγώ; Γιατί στις νησίδες πραγματικότητας πολύ μέσα στην οξεία ψυχωσική φάση περιλαμβάνονται και οι στιγμές στις οποίες τα φροντιζόμενα πρόσωπα διεκδικούν να φροντίσουν τις συνοδούς. Ενώ σε μια δομημένη κλινική συνέντευξη που θα μετρούσε ανθρώπινα χαρακτηριστικά με έναν εξω-ανθρώπινο τρόπο, τα ίδια άτομα το πιθανότερο είναι πως θα πάτωναν σε σκορ ενσυναίσθησης.
Η "κβαντική σκέψη" δεν είναι τεχνικός όρος· είναι μεταφορά. Στην κβαντική φυσική, ένα σωματίδιο μπορεί να βρίσκεται σε περισσότερες από μία καταστάσεις ταυτόχρονα – αυτό ονομάζεται υπέρθεση – μέχρι να γίνει μια παρατήρηση, οπότε και θα “καταρρεύσει” σε μία κατάσταση. Αν μεταφέρουμε αυτή την ιδέα στην ανθρώπινη εμπειρία, μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό, την ταυτότητα, την ψυχική κατάσταση ως κάτι ασταθές, πολλαπλό, δυναμικό. Έτσι, ένα πρόσωπο σε κρίση μπορεί κάλλιστα να αισθάνεται ταυτόχρονα και πολύ πολύ έντονα ασφάλεια και απειλή, φόβο και ελευθερία, να επιθυμεί και επαφή και απομόνωση, να ζητά τη βοήθεια μα και να την απορρίπτει, να είναι "και εδώ και αλλού". Η προσέγγιση που συνοδεύει, αντί να ερμηνεύσει βιαστικά και τελεσίδικα, χρειάζεται να αντέξει αυτή την υπέρθεση.
Η ψύχωση, όπως και κάθε ψυχική κρίση, μπορεί να ιδωθεί ως μια φάση υπέρθεσης ταυτοτήτων και δυνατοτήτων. Η κοινωνία συχνά βιάζεται να την παρατηρήσει και να την “καταρρεύσει” σε μια ταυτότητα, μια δυνατότητα, μια αλήθεια: “είσαι σχιζοφρενής”, “είσαι διαταραγμένος”, “είσαι ανεπαρκής”. Η θεραπευτική συνοδεία μπορεί να επιλέξει να μην παρατηρήσει, αλλά να παραμείνει μάρτυρας της υπέρθεσης: δηλαδή να αντέξει την πολυπλοκότητα, να στηρίξει τηνενδεχομενικότητα του νοήματος, να επιτρέψει την εξέλιξη χωρίς επιβολή μορφής. Από την άλλη, η παρέμβαση βασίζεται σε ταχύ προσδιορισμό: τι είναι αυτό, τι κάνουμε, πώς το διορθώνουμε. Η συνοδεία επιτρέπει χώρο και χρόνο στο ασχημάτιστο, συνυπάρχει με την ασάφεια και την αβεβαιότητα. Αντί να διαχωρίσει μονοσήμαντα το λογικό από το παρανοϊκό, εξερευνά το μεταξύ τους. Αντί να κλείνει το νόημα, μένει σε μια θέση ανοιχτότητας, όπου το άτομο παραμένει "σε υπέρθεση" μέχρι να πει το ίδιο ποια είναι η θέση του. Με αυτούς τους όρους, το άτομο δεν έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα· βρίσκεται ανάμεσα σε πραγματικότητες. Η φροντίδα δεν είναι ακριβώς να το επαναφέρεις, αλλά να το συνοδεύσεις στη μετάβαση.
Η λεγόμενη πρώιμη παρέμβαση στην ψύχωση παρουσιάζεται συχνά ως επιστημονικά τεκμηριωμένη πρακτική πρόληψης και αντιμετώπισης. Πίσω, όμως, από τον φαινομενικά σωτήριο λόγο της έγκαιρης διάγνωσης και επέμβασης, εδρεύει μια φονική διαχείριση της ψυχικής ετερότητας. Δεν πρόκειται για φροντίδα αλλά για έλεγχο της χρονικότητας της εμπειρίας: η πρώιμη παρέμβαση επιχειρεί να ακυρώσει το παράδοξο, να εκκενώσει την κρίση από δυνατότητες, να εμποδίσει τη μεταμόρφωση, να μετατρέψει το ενδεχόμενο σε παθολογία. Όλα αυτά φυσικά δεν είναι αθώα. Πατάνε πάνω σε μια φοβική αντίληψη της ψύχωσης - ως ανεπανόρθωτη εκτροπή που πρέπει να προληφθεί. Αντί να προσεγγιστεί ως πρόσκληση για χειραφετητικό επαναπροσδιορισμό στάσεων, σχέσεων, νοημάτων, προκρίνεται μια βεβιασμένη επανένταξη στην κανονικότητα. Και με αυτόν τον τρόπο, οι ίδιοι οι φερόμενοι ως φροντιστές πατώνουν στα σκορ ενσυναίσθησης, παραγνωρίζοντας πως η κανονικότητα ευθύς εξαρχής συνέβαλε στην εκδήλωση της ψύχωσης.
Στο νεοφιλελεύθερο παράδειγμα, η ευαλωτότητα δεν είναι ανθρωπολογική σταθερά ή πηγή σχέσης, αλλά δείκτης επικινδυνότητας. Ο ευάλωτος δεν είναι ο Άλλος με τον οποίο θα σχετιστούμε, αλλά ο φορέας "προβλήματος" που πρέπει να επισκευαστεί προτού χαλάσει ολόκληρο το σύστημα. Το μοντέλο της πρώιμης παρέμβασης γίνεται έτσι το ψυχιατρικό ανάλογο του νεοφιλελεύθερου βιοπολιτικού ελέγχου:προλαμβάνει το ανεξέλεγκτο, διασφαλίζει την κανονικότητα, και μεταφράζει τη μοναδικότητα του υποκειμένου σε κίνδυνο προς άμεση εξουδετέρωση.
Η πρώιμη παρέμβαση αναπαράγει τα ίδια επικοινωνιακά μοτίβα που οδηγούν στην εμφάνιση των ψυχώσεων, κατασκευάζοντας τη χρονιότητα που δήθεν προσπαθεί να αποφύγει. Mystification, υπερεμπλοκή, αντιφατικά μηνύματα, καμία ανοχή στη σύγκρουση, εξορισμός από την επικοινωνία, συγχρονική αποσύνδεση, κεντρικό δίλημμα μεταξύ αυτονομίας και σύνδεσης, εύθραστες συμμαχίες. “Σε βοηθάω επειδή ξέρω καλύτερα”, “σε προστατεύω χωρίς να σε ρωτήσω”, “σου δείχνω εμπιστοσύνη, αλλά σε επιτηρώ”, “και έτσι, αν πω όχι, θα χάσω τη φροντίδα – αν πω ναι, θα χάσω τον εαυτό μου”, “σε κατηγορώ για κρυψίνοια αλλά κάθετί που λες μπορεί και θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου”, “είσαι σε κίνδυνο, αλλά μην ανησυχείς, δεν έχεις τίποτα ακόμα” (εργασιακή εξοικείωση με τη διαγνωστική αβεβαιότητα αυτό το λένε), “σε ψυχοεκπαιδεύω να ζήσεις μια ζωή που δεν σου βγάζει νόημα”, “η ζωή σου μπορεί να μην είναι στον έλεγχό σου, αλλά τα συμπτώματά σου τα έχουμε υπό έλεγχο”, “μη σε νοιάζουν οι παρενέργειες των φαρμάκων, σημασία έχει να είσαι λειτουργικός”. Δηλαδή: το σύστημα ενισχύει την αμφιβολία του ατόμου για τον εαυτό του και τον κόσμο, οδηγώντας σε περαιτέρω αποδιοργάνωση και (αυτο)στιγματισμό.
Η πρώιμη παρέμβαση αποτελεί μια παραδοχή αποτυχίας: η αναγνώριση ότι αν τάχα δεν προλάβουμε το πρώτο επεισόδιο, χάσαμε το παιχνίδι, νικηθήκαμε από τη χρονιότητα. Λες και πρόκειται για ζήτημα ταχύτητας και όχι κατεύθυνσης. Λες και η καλή φροντίδα δεν είναι καλή φροντίδα είτε την προσφέρουμε στο πρώτο επεισόδιο είτε στο πεντηκοστό. Ούτως ή άλλως, η ψύχωση δεν συντονίζεται με τη βολή μας, δεν έρχεται ποτέ σε κοινωνικά εύκαιρο χρόνο, καθιστά αδύνατο το “σαν να μη συμβαίνει τίποτα”. Η χειρονομία που προτείνει η πρώιμη παρέμβαση διεκδικεί μια θέση ορόσημο στο πάνθεον της ψυχιατρικής ιστορίας: να εντοπίσουμε το ρήγμα όσο πιο νωρίς γίνεται, να το περιορίσουμε, να το επαναφέρουμε στη φυσική ροή των πραγμάτων. Υπόσχεται σωτηρία μέσα από τη γρήγορη ενσωμάτωση.
Η προγνωστική λειτουργία της πρώιμης παρέμβασης βάσει δεικτών ρίσκου, νευροαναπτυξιακών εντυπωμάτων και προσυμπτωμάτων είναι καθαρός τζόγος σε ξένες πλάτες, που μάλιστα ενισχύει το στιγματιστικό φαντασιακό. Το άτομο ταυτίζεται με τη “διαταραχή” πριν καν εκφραστεί η κρίση, η βεντάλια των δυνατοτήτων κλείνει έτσι που η ταυτότητα συμπιέζεται στη διάγνωση. Η έννοια της πρόληψης στην ψυχική υγεία, όπως αναπτύσσεται στα προγράμματα πρώιμης παρέμβασης, συχνά αγνοεί το σχεσιακό και κοινωνικό πλαίσιο του ψυχικού πόνου. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι πώς να σώσουμε το άτομο από την ψύχωση, αλλά πώς να διαφυλάξουμε το πρόσωπο μέσα στην εμπειρία του και πώς να συγκρατηθούμε και εμείς ως φροντιστές από την επιβολή, αναγνωρίζοντας ότι το παρανοϊκό μπορεί να είναι η πιο τίμια απάντηση σε έναν παράλογο κόσμο.
Η συνοδεία αντιλαμβάνεται την ψύχωση σαν ηρωική έξοδο, σαν κραυγή αναπτυξιακής μετάβασης, σαν μια πράξη συμβολικού λόγου όταν η συμβατική γλώσσα έχει εξαντληθεί. Και επιδιώκει να είναι μια διαλογική συν-συνθήκη υπέρ των εξορισμένων από την επικοινωνία, υπέρ της αμφιθυμίας και της κυκλικότητας των αλληλεπιδράσεων. Όσο οι συνοδοί κάνουμε αυτό, τόσο τα συνοδευόμενα κάνουν το άλλο. Και το αντίστροφο. Σε μια βάση ισότιμης και συνεργατικής ακρόασης και όχι κανονιστικής υπαγόρευσης. Η ευαλωτότητα μάς ενώνει και μας εμπνέει, ακόμα και όταν μας τρομάζει, ακόμα και όταν μας τραυματίζει. Η θαρραλέα επιστροφή των ανθρώπων από την ψυχωτική τους περιπλάνηση μάς καθιστά μάρτυρες ενός θαύματος ζωής και μας ενδυναμώνει συλλογικά.
Η ψυχωσική κρίση, αν δεν απαξιωθεί και δεν κακοποιηθεί, μπορεί να γίνει πέρασμα. Μπορεί να φέρει νέα μοτίβα σχέσης, νέα νοήματα, νέους κόσμους. Και ίσως αυτή να είναι η πιο ουσιαστική δουλειά που έχουμε ως συστημικοί θεραπευτές: να σταθούμε εκεί όπου ο άλλος καταρρέει – όχι για να τον σώσουμε, αλλά για να του επιτρέψουμε να σωθεί με τους δικούς του όρους. Η συνοδεία, τότε, είναι μια πράξη αντίστασης. Είναι το να σταθείς δίπλα σε κάποιον χωρίς να τον προδώσεις. Να του επιτρέψεις ναδιατηρήσει τη φωνή του ακόμη και όταν αυτή ακούγεται ανήκουστη. Να τον αναγνωρίσεις όχι μέσα από διαγνώσεις αλλά μέσα από σχέσεις. Οι συνοδοί, όπως και όλοι οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν το ριζικά διαφορετικό, αντλούμε από τις ψυχωτικές μας ικανότητες χωρίς να χάνουμε τις συμβατικές μας ικανότητες. Εξού και αν εκπαιδευόμαστε, δεν εκπαιδευόμαστε στην ψύχωση των άλλων αλλά πάνω στις δικές μας ψυχωσικές προοπτικές.
Και είναι ακριβώς εδώ που το εγχείρημα της συνοδείας προκύπτει όχι ως εναλλακτική παρέμβαση, αλλά ως μια ριζικά διαφορετική ηθικο-πολιτική στάση. Ένα παράδειγμα όπου η κρίση δεν νοείται ως πρόβλημα προς λύση, αλλά ως συμβάν προς συγκατοίκηση και εμπερίεξη. Και η ευαλωτότητα όχι ως έλλειμμα, αλλά ως δεσμός. Η θεραπευτική δουλειά, εμπνευσμένη από όλα τα παραπάνω, χρειάζεται να απεγκλωβιστεί από την ηθική του ελέγχου και της αποκατάστασης. Οφείλει να αναγνωρίσει τον συμπτωματικό λόγο ως προσπάθεια αναδιοργάνωσης και να συνοδεύσει τη ρήξη ως ευκαιρία υπαρξιακής, κοινωνικής και επικοινωνιακής μετάβασης. Να μετακινηθεί από την παρέμβαση στην παρουσία, από την πρόληψη στην αποδοχή, από το σχήμα “εγκεφαλική διαταραχή” στο σχήμα “εμπρόθετο νόημα”, από το ερώτημα “τι έχεις;” στο “που είσαι;” και ακόμα πιο πέρα “μπορώ να είμαι μαζί σου εκεί;”. Προϋπόθεση της συνοδείας είναι η ετοιμότητα στο αχαρτογράφητο και η υπόσχεση εδώ δεν είναι έτοιμες απαντήσεις, αλλά να ξανανοηθεί ο κόσμος μέσα από το ρήγμα.
Μίλησα σήμερα ως επιζών της ψυχιατρικής, ως συστημικός θεραπευτής και ως συνοδός σε ψυχωσικές κρίσεις. Αυτές οι τρεις μου ταυτότητες, ανάμεσα ευτυχώς σε άλλες, δεν είναι παρά συνιστώσες ενός κοινού βιώματος: του να προσπαθείς να σταθείς δίπλα στον Άλλον, όχι για να τον αλλάξεις, αλλά για να μην τον χάσεις. Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουμε μέσα από τους άλλους. Αλληλοεξαρτιόμαστε. Το πώς και το με ποιους όρους είναι ένα διακύβευμα εξουσίας. Κατ' εμάς, διάρρηξη των φυσιολογικών εξελικτικών σταδίων προς την ενήλικη ζωή, αν υφίσταται, υφίσταται επί της ουσίας πριν την εμφάνιση των ψυχωσικών φάσεων και όχι μετά. Και αυτόπάντα σύμφωνα με την ιστορικότητα και το αυτοποιητικό δυναμικό του δοσμένου πλαισίου και όχι γενικευμένα και έξωθεν επιβαλλόμενα. Σε προσωπικό επίπεδο, το μόνο μη φυσιολογικό που μου συνέβη υπήρξε η χρόνια ψυχιατρική παρέμβαση που υπέστη.
Συνοψίζοντας, η πρώιμη παρέμβαση, ενταγμένη σε μια νεοφιλελεύθερη λογική δημόσιας υγείας, ενισχύει τη βιολογικοποίηση του κοινωνικού, την πρόληψη ως έλεγχο, και την ψυχοεκπαιδευτική επιτήρηση με στόχο την επιστροφή στην παραγωγικότητα. Αντίθετα, η συνοδεία εμπνέεται από τη λογική της μαρτυρίας και της αλληλέγγυας παρουσίας, όπου η θεραπευτική σχέση δεν είναι ρυθμιστική αλλά απελευθερωτική – ένας χώρος όπου η φωνή του ανθρώπου μπορεί να ακουστεί ακόμη κι όταν παραβιάζει τη λογική της κανονικότητας. Η συνοδεία βασίζεται στη συναινετική, καθησυχαστική και ανθεκτική παρουσία, ενόσω η πρώιμη παρέμβαση έμμεσα ή άμεσα επιβάλλεται χωρίς συναίνεση, με βία και στέρηση ελευθεριών. Η αντίθεση δεν βρίσκεται απλά στις τεχνικές, πρωτίστως είναι πολιτική. Ευχαριστώ για τον χρόνο σας.
Ο Ronald Laing παραθέτει τις παρατηρήσεις του Emil Kraepilin για έναν ψυχωσικό, που παραμένουν κοινός τόπος για την κυρίαρχη ψυχιατρική έως και σήμερα: “Αν και αναμφισβήτητα καταλάβαινε όλες τις ερωτήσεις, δεν μας έδωσε ούτε κόκκο χρήσιμης πληροφορίας. Η ομιλία του ήταν απλώς μια σειρά από ασυνάρτητες προτάσεις, που δεν είχαν καμία σχέση με τη γενική κατάσταση”. Και όμως.