Βασίλης Περιβολάρης
ΒΑΛΣΑΜΟ
Συστημική Ψυχοθεραπεία 
& Κοινωνική Ενδυνάμωση

"Υποτροπές”: Συνοδεύοντας αντί επιβάλλοντας

(Ομιλία στην ημερίδα “Η ακούσια νοσηλεία σήμερα” της Αυτοεκπροσώπησης, 2023)

Για τους ειδικούς, η έγκαιρη ανίχνευση και η πρόληψη των υποτροπών των λεγόμενων ψυχικών διαταραχών είναι η πεμπτουσία της ψυχιατρικής αντιμετώπισης. Για τις οικογένειες, μέσα στην ενοχή της κληρονομικής προδιάθεσης, η επανεμφάνιση της αρρώστιας είναι μια διαρκής και ψυχοφθόρα αγωνία, εφόσον ακούν για ανίατες σοβαρές νόσους και για διά βίου λήψη αγωγής. Για τους άμεσα ενδιαφερόμενους, η υποτροπή κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους σαν δαμόκλειος σπάθη. Μετά το σοκ της ψυχιατρικής διάγνωσης και των βιογραφικών ρήξεων που αυτή επιφέρει, η υποτροπή γίνεται ο υπ' αριθμόν 1 κίνδυνος για την ευημερία του ατόμου που έχει διαγνωστεί, ένας απειλητικός Γολιάθ που διαφεύγει ολοένα της σφεντόνας της φαρμακευτικής αγωγής, ένας Λάζαρος – μπαμπούλας που απειλεί αναπάσα ώρα και στιγμή να αναστηθεί και να αποδιοργανώσει απόλυτα και από το πουθενά τη ζωή του ατόμου.

Ενθαρρύνεται η αυταπόδεικτη παραδοχή πως η μη συμμόρφωση στη λήψη φαρμακευτικής αγωγής, η αυτόβουλη μείωση ή/και η διακοπή χωρίς ιατρική υπόδειξη είναι αυτό που επιφέρει την υποτροπή. Στην πράξη, οι άνθρωποι που καταναλώνουν συστηματικά και με ευλάβεια τα ψυχοφάρμακά τους εμφανίζουν εξίσου συχνά – αν όχι συχνότερα – υποτροπές. Σ' ένα τέτοιο πλαίσιο, το να μην αφουγκράζονται οι ειδικοί-από-τα-πτυχία-τους τους ειδικούς-από-εμπειρία ανθρώπους που βιώνουν τις κρίσεις τους είναι εντέλει αυτό που επιφέρει τις υποτροπές, ακριβώς γιατί το να ρωτούνται οι άνθρωποι που υποφέρουν απλά για τα συμπτώματά τους και μάλιστα αποσυνδεδεμένα από τις υπόλοιπες εμπειρίες τους, τείνει να τα επιβεβαιώνει, να τα μεγαλοποιεί και τελικά να τα ανακυκλώνει.

Αυτό συμβαίνει γιατί απλούστατα τα λεγόμενα ψυχιατρικά συμπτώματα δεν είναι παρά κομμάτια του φάσματος της ανθρώπινης εμπειρίας πάντοτε συνυφασμένα με τα πλαίσια νοηματοδότησης εντός των οποίων παρατηρούνται – και είναι οι παρατηρητές και οι παρατηρήτριες που έχουν την ισχύ να καθιστούν ένα ακραίο, διαφορετικό, μη συνηθισμένο βίωμα ως “υποτροπή”, που χρήζει βίαιων και τραυματικών διορθωτικών παρεμβάσεων ή ως μια αποδεκτή ιδιαίτερη ανθρώπινη συνθήκη, που χρήζει προσεκτικών χειρισμών μεν που ωστόσο δεν θίγουν την αξιοπρέπεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι συμπεριφορικές διακυμάνσεις που παρατηρεί η ψυχιατρική ως προβληματικές – ακόμα κι αυτές που καταλήγουν σε ακούσια νοσηλεία – είναι ποσοτικού κι όχι ποιοτικού χαρακτήρα.

Το να προλάβεις κάτι δυσάρεστο και να το πατάξεις στη ρίζα του, αν μακριά από εμάς συμβεί παρά τις όποιες προσπάθειες, ακούγεται σαν μια χρήσιμη και αποτελεσματική στρατηγική. Ποια είναι η παγίδα όμως; Το πρόβλημα έγκειται στην ψυχιατρικοποίηση της ανθρώπινης ζωής, όταν μετά τη λήψη της ψυχιατρικής διάγνωσης ολόκληρη η ζωή του ψυχικά πάσχοντος ανθρώπου διερευνάται εξονυχιστικά με βάση τα αντίστοιχα διαγνωστικά κριτήρια της υποτιθέμενης ψυχικής διαταραχής του.

Έτσι, η προσπάθεια αποφυγής της υποτροπής γίνεται η πρώτη προτεραιότητα. Το άτομο, για να μην υποτροπιάσει, αποφεύγει να ζήσει, στον βαθμό που ζωή σημαίνει και το ρίσκο μιας νέας κρίσης. Έτσι, η ζωή του ατόμου καταλήγει να μοιάζει ολάκερη μια υποτροπή, στον βαθμό που η ανθρώπινη του υπόσταση και ταυτότητα εξισώνεται με την ψυχιατρική διάγνωση και την πορεία της και δεν κατορθώνεται το αυτονόητο: να έχει το άτομο ζωή πέρα και έξω από το ψυχιατρικό ιστορικό του. Ωστόσο, οι ειδικοί μοιάζει να έχουν κάνει τη δουλειά τους, η οικογένεια πίνει νερό στ' όνομα της καλής δουλειάς τους κι όμως τα άμεσα ενδιαφερόμενα άτομα δυσανασχετούν κι αυτό συνιστά την απαρχή της επόμενης υποτροπής τους. Ένας φαύλος πλην προβλέψιμος κύκλος χρονιότητας, αναπηροποίησης και δραστικά μειωμένης ποιότητας ζωής και για τους άμεσα και για τους έμμεσα ενδιαφερόμενους.

Από τα 2005, που εμπλέκομαι με αυτοβοηθητικά/αλληλοβοηθητικά εγχειρήματα ανάμεσα σε ψυχιατρικούς ασθενείς, η συζήτηση περί υποτροπής επικρατεί στις κουβέντες ως κάτι τόσο αυτονόητο και κοινότυπο όπως το να συζητάς τον καιρό σε μια καθημερινή συνομιλία. Προσωπικά, έχω ξοδέψει εκατοντάδες ώρες συνεδριών ατομικής θεραπείας και ομάδων αυτοβοήθειας για να μιλάω για τις υποτροπές μου μετά τη διάγνωσή μου με διπολική διαταραχή το 2003. 2005, υποτροπή. 2007, υποτροπή. 2008, υποτροπή. 2009, υποτροπή, 2010, υποτροπή. 2012, υποτροπή. 2014, υποτροπή. Εν πολλοίς, για 11 χρόνια η ζωή μου ήταν μια υποτροπή, ένας πόλεμος με άφθονα τραύματα, τα περισσότερα εκ των οποίων μου τα προκάλεσαν άνθρωποι που εμπιστεύθηκα για να με βοηθήσουν.

Ήταν μέσα στις ομάδες αυτοβοήθειας που άρχισα να επανακτώ την προσωπική ιστορία ζωής μου, μέσα και πέρα από το ψυχιατρικό ιστορικό μου. Με όχημα τον βιωματικό λόγο, άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες ρωγμές στην ψυχιατρική νομοτέλεια και μονοκαθεδρία. Ο βιωματικός λόγος συνιστά ένα πρώτης τάξεως αντίδοτο στην ψυχιατρική αποπλαισίωση, στο να βλέπουμε δηλαδή τα συμπτώματα άσχετα με τα συμφραζόμενά τους. Συνομιλώντας με εκατοντάδες ανθρώπους σε κρίση ανά τα χρόνια, είδα πως η ψυχιατρική μπορεί να επιφέρει μεγαλύτερα τραύματα των τραυμάτων που αναλαμβάνει να θεραπεύσει. Στην περίπτωσή μου, αυτό ισχύει και με το παραπάνω. Ήταν μέσα από το Παρατηρητήριο για τα Δικαιώματα στον Χώρο της Ψυχικής Υγείας και το κίνημα των επιζώντων που γνώρισα έναν τεκμηριωμένο αντίλογο και μια άλλου τύπου αντιμετώπιση του ψυχικού πόνου. Μελετώντας αυτές τις ιδέες, μαθαίνοντας για καλές πρακτικές αντί της ψυχιατρικής ανά τον κόσμο όπως η ψυχιατρική διαθήκη και η αλληλέγγυα συνοδεία σε κρίση και για ανθρώπους που ξέφυγαν επιτυχώς της ψυχιατρικής βίας, κέρδισα σταδιακά πίσω τη ζωή μου, ώστε σήμερα να μιλώ με ανακούφιση για κρίσεις ζωής αντί για υποτροπές και να επινοώ χρήσιμα νοήματα για μένα εκεί που προηγούμενως έβλεπα μπαμπούλες.

Απ' τη συστημική σκοπιά, η άρνηση μιας ακατανόητης νόσου - ταμπέλας δεν είναι υποτροπή. Η έκφραση της δυσφορίας έναντι στα κακώς κείμενα της ζωής μας δεν είναι υποτροπή. Η διεκδίκηση μιας ζωής γεμάτης νόημα δεν είναι υποτροπή. Το να παλεύουμε να βάλουμε σε τάξη τη ζωή μας δεν είναι υποτροπή, αλλά η ανθρώπινη συνθήκη. Είναι τόσο μια φυσική, φυσιολογικότατη προδιάθεση όσο και μια κοινωνική επιταγή να επιδιώκουμε να ενώσουμε τα κομμάτια του προσωπικού μας παζλ. Διαπιστώνοντας πως κάποια κομμάτια λείπουνε, μπορεί να τα χάσουμε, ν' αποδιοργανωθούμε εντελώς, ν' αντιδράσουμε υπερβολικά. Μα είναι ανθρώπινο να πονάμε, ανθρωπινότερο να το εκφράζουμε και το πιο ανθρώπινο απ' όλα ν' αγκαλιάζουμε τον πόνο των άλλων. Όχι πατροναριστικά, όχι ανυπόμονα, όχι αυταρχικά και αφ' υψηλού, αλλά συνεργατικά κι αλληλέγγυα ως ίσος προς ίση, αναγνωρίζοντας πως σήμερα αυτοί, αύριο εμείς.

Ο συστημικός τρόπος δουλειάς προσφέρει υποθέσεις εργασίας ως εναλλακτικές ενδυναμωτικές αφηγήσεις στο κυρίαρχο δόγμα της ψυχικής ασθένειας κι αναπηρίας – αφηγήσεις που οικοδομούνται βήμα – βήμα και χέρι – χέρι μαζί με τα άμεσα ενδιαφερόμενα και τις οικογένειές τους και όχι στην πλάτη τους. Υπό αυτό το πρίσμα, μερικές φορές, η “υποτροπή” αποτελεί μια αυτοκαταστροφική πλην σωτήρια θυσία στην υγειά των συστημάτων που μας περικλείουν. Ενίοτε, η “υποτροπή” συνιστά μια απεργιακή κινητοποίηση με αιτήματα σε μια συμβολική γλώσσα που χρήζει αποκωδικοποίησης. Άλλοτε, μπορεί να ιδωθεί ως μια ηρωική έξοδος μιας φωνής που αδυνατεί να εισακουστεί αλλιώς, ένας από μηχανής θεός, που αναλαμβάνει να γίνει ο κακός της υπόθεσης για να εφαρμοστεί μια αδιανόητη πλην αναγκαία λύση ή ένας γύρος του θριάμβου, μια στάση εδώ να νιώσουμε ευγνωμοσύνη, μια παύση να μετρήσουμε τις ευλογίες μας στο αδυσώπητο και  εξαντλητικό κυνήγι των στόχων μας. Και φυσικά, οι υποθέσεις δεν εξαντλούνται εδώ κι ανανεώνονται κατά περίπτωση.

Σε αμοιβαία συνδιαλλαγή με τη συστημική θεωρία και πράξη, το κίνημα των επιζώντων της ψυχιατρικής βλέπει τις “υποτροπές” ως ύστατα καμπανάκια που προσκαλούν σε αλλαγές στον τρόπο ζωής των ανθρώπων που τις βιώνουν. Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει ότι οι υποτροπές είναι ο μοναδικός κι αναπόφευχτος τρόπος να επιφέρουμε στη ζωή μας τις θετικές αλλαγές που χρειαζόμαστε, αλλά για διάφορους λόγους αναβάλλουμε. Σημαίνει ότι οι κρίσεις μας μάς ανήκουν και δεν επιθυμούμε να τις χαρίσουμε στην ψυχιατρική. Οι κρίσεις μας έχουν νόημα για εμάς και διεκδικούμε να έχουμε τον χώρο και τον χρόνο να τις επεξεργαστούμε με ασφάλεια, όχι τόσο ως κακές παρενθέσεις που ανυπομονούμε να κλείσουμε όπως μας καλεί η ψυχιατρική, όσο ως πολύτιμους συμμάχους, που μας ανοίγουν τα μάτια. Ως αναπόσπαστο μέρος της προσωπικής μας ιστορίας γινόμαστε ό,τι γινόμαστε εξ αιτίας των κρίσεών μας και όχι παρά αυτών.

Φυσικά, η “υποτροπή” δεν είναι μια βιώσιμη στρατηγική επιλογή, στην οποία μπορούμε να καταφεύγουμε κάθε τρεις και λίγο. Από την άλλη, ίσως είναι η πλέον βιώσιμη επιλογή, αν συμφωνήσουμε πως δεν είναι δείγμα υγείας να είσαι καλά προσαρμοσμένος σε μια βαθιά άρρωστη κοινωνία. Στη διαφωτισμένη εποχή μας που παραδεχόμαστε τη λογική ως τη μακράν καλύτερη μέθοδο διευθέτησης του υπάρχειν όλα αυτά ακούγονται παράδοξα. Ωστόσο, στη ζωή πορευόμαστε με τις παραδοξότητες και τις αντιφάσεις μας, που αν μη τι άλλο υπακούουν σε αντικρουόμενες λογικές.

Σε κάθε περίπτωση, αν και συνιστά μια εκ των δυνατοτήτων μας, η “υποτροπή” δεν συμβαίνει απλά, αλλά παράγεται από τους τρόπους που κανονίζουμε τις σχέσεις μας, τρόπους που στο πέρασμα του χρόνου έφτασαν να μας μοιάζουν αυτόματοι, παγιωμένοι, δεδομένοι, έξω από τον έλεγχό μας. Κομβικής σημασίας εδώ είναι να ενδυναμωθούν με φροντίδα και σεβασμό οι άνθρωποι, που παρουσιάζονται ανήμποροι, καταβεβλημένοι, καταρρακωμένοι από τις συνθήκες τους, να αναλάβουν εκ νέου τα ηνία της ζωής τους, εστιάζοντας στα αποθέματα παρά στις αδυναμίες τους. Ως θεραπευτές, συμπορευόμαστε προσωρινά μαζί τους όχι για να πάρουμε το τιμόνι της ζωής τους, αλλά για να τους δείξουμε εγκάρδια και με ακλόνητη πίστη πως εκείνοι είναι οι αρμόδιοι και εντελώς ικανοί καπετάνιοι του καραβιού τους. Οι στραβοτιμονιές είναι μέρος του παιχνιδιού και οι θεραπευτές έχουμε δικούς μας θεραπευτές.

Φυσικά η υποτροπή συνοδεύεται από αισθήματα ντροπής, αποτυχίας, ανεπάρκειας. Και είναι λογικό και επόμενο να συνοδεύεται έτσι αφού ωμά, κοφτά, δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται. Κι αν δεν πολυεπιτρέπεται να μην είμαστε καλά γενικώς, να μην είμαστε επιτυχημένοι, να μην είμαστε παραγωγικοί, να μην είμαστε κομφορμιστές, για τους ανθρώπους με ψυχιατρικό ιστορικό απαγορεύεται διά ροπάλου. Απαγορεύουμε το παραλήρημα γιατί δεν έχουμε χρόνο μέσα στη φούρια μας να το κατανοήσουμε. Απαγορεύουμε την αυτοκτονική πρόθεση γιατί έχουμε αποδεχτεί να ζούμε με το ζόρι.

Μα η πραγματική ντροπή αφορά στη θεσμική και κοινωνική ανυπαρξία ασφαλών πλαισίων αγκαλιάσματος, διαμεσολάβησης και μη-βίαιης αποκλιμάκωσης των ακραίων συναισθημάτων που διαλύουν τους ανθρώπους. Και η πραγματική αποτυχία αφορά στην αδιαφορία μας να οικοδομήσουμε πλαίσια που θα αποτρέπουν τους ανθρώπους απ' το να ξεπερνούν τα όρια των αντοχών τους. Το ζητούμενο παραμένει να εξανθρωπίσουμε τον τρόπο που φερόμαστε ο ένας στην άλλη. Αλήθεια πώς θα ήταν αν αντί για υποτροπές μιλούσαμε για κρίσεις ζωής; Αν αντί για την ψυχιατρική ορολογία χρησιμοποιούσαμε τον βιωματικό λόγο στην καθημερινότητά μας; Αν αντί μόνο για ΚΑΡΠΑ, εκπαιδευόμασταν να παρέχουμε και ψυχικές πρώτες βοήθειες σε ανθρώπους σε κρίση; Χωρίς να φτάνουμε να επιβάλλουμε βίαια μέσα διαχείρισης του ψυχικού πόνου, χωρίς να τον εξοστρακίζουμε εκτός κοινωνίας, αλλά συνοδεύοντας τους ανθρώπους ειρηνικά στις κρίσεις τους; Κι όμως γίνεται!

Υποτροπή

Τι σημαίνει υποτροπή; 

 Περιοδική επανάληψη μιας σειράς δυσάρεστων συμπτωμάτων μετά την ψυχιατρική διάγνωση. 
 Ξαφνική – συχνά και αδικαιολόγητη – επιστροφή ενός απρόσκλητου και ανεπιθύμητου επισκέπτη. 
 Ξανακύλημα σ' ένα νέο επώδυνο επεισόδιο ζωής, όπου η ψυχιατρική απαιτεί να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, ληστεύοντας τους ανθρώπους από την εμπειρία τους και αποξενώνοντάς τους από τον ίδιο τους τον εαυτό.